Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον, είναι χτισμένο το χωριό με τα παραδοσιακά σπίτια με τα μεγάλα περιβόλια και τις ολάνθιστες αυλές. Στον περίπατό σας μέσα στο χωριό, σίγουρα θα τραβήξουν την προσοχή σας τα παλαιά αρχοντικά με τα ξύλινα χαγάτια και τις κεραμιδένιες στέγες.


Το σχέδιο του Παλαιοχωρινού σπιτιού ήταν απλό και κτίζονταν για να εξυπηρετήσει βασικές ανάγκες διαβίωσης.
Κύρια το αποτελούσαν τα χοντρά πέτρινα ντουβάρια, οι ξύλινες αγριντιές, τα πατόξυλα και τα πατώματα. Τα ντουβάρια κτίζονταν συνήθως με λάσπη και σπάνια με ασβέστη. Για να είναι γερά είχαν πάχος μέχρι και ένα μέτρο με θεμέλιο μέσα στη γη. Ανά αποστάσεις οριζόντια είχαν γερά ξύλα (ζωνάρια) για περισσότερη αντοχή και δέσιμο. Τα πατώματα (ξύλινα) στηρίζονταν στα πατόξυλα (χονδρά σε διατομή ξύλα ανθεκτικά) κι αυτά σε πολύ χονδρά δοκάρια τις αγριντιές. Για το διαχωρισμό των χώρων γινόταν ο τσιατμάς ένα είδος τοίχου με ξύλα λάσπη και άχυρα (ελαφριά κατασκευή). Το μπαγνταντί ήταν ένα είδος οροφής με καλάμια και λάσπη για περισσότερη ζέστη.
Η επικάλυψη του σπιτιού γινόταν με την κατασκευή στέγης από κεραμίδια που εδράζονταν σε ξύλινη βάση (ζευκτά ξύλινα).

Τα σπίτια ήταν συνήθως δίπατα (διώροφα), με κατώϊα (υπόγεια) που χρησίμευαν για τα ζώα ή την αποθήκευση αγαθών και υλικών ή για βοηθητική χρήση.
Η πρόσοψη των σπιτιών ήταν συνήθως ανοικτή πέρα για πέρα, μ΄ένα κάγκελο για ασφάλεια και μερικούς στύλους που ακουμπούσε η βάση της στέγης. Κολλημένα συνήθως μεταξύ τους τα σπίτια σχημάτιζαν σειρές ολόκληρες.
Τα τζάκια ήταν κτιστά και κάθε χώρος είχε το δικό του τζάκι.
Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν συνήθως ξύλινα και μικρά για λόγους ασφάλειας και για προστασία από το κρύο. Τα παράθυρα είχαν κανάτια και σιδεριές για ασφάλεια.
Τα μπαλκόνια ήταν κι αυτά ξύλινα και η πρόσοψη τους είχε σιδεριές. Η σκάλα ήταν κι αυτή ξύλινη. Τα μπαλκόνια ήταν συνήθως γεμάτα από γλάστρες με λουλούδια (βασιλικό, μολόχες, λεβάντες κλπ)
Η εσωτερική διαρρύθμιση ήταν συνήθως για όλα τα σπίτια η ίδια. Ένα η δύο δωμάτια στο πίσω μέρος του σπιτιού και μία τεράστια σάλα, που έπιανε το μεγαλύτερο μέρος, το πιο φωτεινό και προσηλιακό. Έμενε αχρησιμοποίητη τον περισσότερο καιρό. Από τα δύο δωμάτια το ένα ήταν για τις γιορτές και έτσι ήταν συνήθως κλειστό και στο άλλο ζούσε όλη η οικογένεια (τρεις γενιές, παππούδες, γονείς, παιδιά). Τα πιο πολλά δωμάτια ήταν αταβάνιαστα και άφηναν να φαίνονται οι αγριντιές, οι στύλοι και τα πέταβρα.
Τα δωμάτια ήταν μικρά με λιτή επίπλωση. Κύριο στοιχείο το τζάκι, κτιστό στη μέση του τοίχου. Κάτω και μπροστά υπήρχε ένα υπερυψωμένο τμήμα λίγο πιο φαρδύ από το άνοιγμα του τζακιού, η γωνιά, πατωμένη με κοκκινόχωμα που την ασβέστωναν καθημερινά πριν από το άναμμα. Εκεί ήταν η εστία, γινόταν το ψήσιμο του φαγητού, οι πίτες κλπ.
Στο βάθος κρέμονταν οι πυρουστιές, σιδερένιοι μικροί τρίποδες, το φκιάρ΄ και το τσ΄μπίδ΄. Στο πάνω μέρος του τζακιού υπήρχε μία προεξοχή που χρησίμευε για να τοποθετούν μερικά πράγματα που τα χρησιμοποιούσαν συχνά, όπως αλατιέρα, λάμπα, ζάχαρη καφέ. ΄Ηταν στρωμένο με κάτι κεντητό (ατζιακόγυρος).
Ένα η δύο κρεββάτια με σιδερένια κεφαλάρια (καριόλα) στρωμένα με κιλίμια υφαντά και γύρω γύρω τον κεντητό κρεββατόγυρο, ένα τραπέζι καρέκλες, ένας σοφράς (κοντό κυκλικό τραπέζι) μία ψάθα με κουρελού, ένα δυο ντουλάπια σε εσοχή τοίχου και κάτω στρωσίδια υφαντά. Τουλάχιστον ένας αργαλειός υπήρχε σε κάθε σπίτι.
Κουζίνα σαν ανεξάρτητο χώρο δεν είχε σχεδόν κανένα σπίτι. Την αντικαθιστούσε ένας πάγκος σαν σκάφη καρφωμένος στο κάγκελο. Εκεί έπλεναν τα πιάτα όσο ο καιρός ήταν καλός. Με τα κρύα όμως και τις παγωνιές, όλα γίνονταν στο δωμάτιο που έμεναν. Μπορεί βέβαια να λειτουργούσε στο βάθος κάποιου διαδρόμου ένας νεροχύτης σε μία εσοχή. Υπήρχε εκεί μία πιατοθήκη (ξύλινη) και ένα φανάρι για τα φαγητά.
Το νερό το κουβαλούσαν από την βρύση της γειτονιάς με στάμνες πήλινες.
Οι χώροι υποδοχής ήταν πάντα περιποιημένοι. Με δυο καναπέδες και καλά στρωσίδια, τραπέζι, καθρέφτη, οικογενειακές φωτογραφίες στον τοίχο, κεντητά κάδρα κλπ. Η σάλα ήταν ο μεγαλύτερος χώρος του σπιτιού και ο πιο φτωχά επιπλωμένος. Ένα τραπέζι με καρέκλες, ένας καναπές και το εικόνισμα με το καντήλι.
Κάθε σπίτι είχε την αυλή του, που φράζονταν συνήθως με τοίχο κάπως ψηλό και πόρτα μεγάλη δίφυλλη ξύλινη με πιράτ΄ (κλειδαριά). Την αυλή τη χρησιμοποιούσαν για να κάνουν κάποιες δουλειές του σπιτιού.
Το αποχωρητήριο (ο απόπατος) ήταν στην άκρη της αυλής για ευνόητους λόγους. Κτισμένο με πέτρα η με λαμαρίνες είχε σανιδένιο πάτωμα με ευρύχωρη τρύπα που κατέληγε σε βόθρο. Δεν διέθεταν όλα τα σπίτια αποχωρητήριο.
Τα κατώια ήταν απλοί χώροι που στεγάζονταν τα ζώα του σπιτιού (άλογα, γαιδούρια, κατσίκες, γουρούνι, κότες κλπ.) που χρησίμευαν για αποθήκευση εργαλείων, ζωοτροφών και αγαθών. Είχαν κεντρική είσοδο, αλλά και πίσω πόρτα που οδηγούσε έξω από το σπίτι σε κάποια στενούρα ή στο δρόμο. Πολλά κατώια επικοινωνούσαν μεταξύ τους από σπίτι σε σπίτι με εσωτερική πόρτα. Με το κυρίως σπίτι επικοινωνούσαν με εσωτερική σκάλα και κλαβανή (καταπακτή).
Μέσα στο χώρο της αυλής υπήρχε ο χαρκόλακκας, δηλαδή μία εστία που έβαζαν ένα καζάνι για να ζεσταίνουν το νερό για τη μπουγάδα, για το ζεμάτισμα του μαλλιού ή για να βράζουν τον τραχανά, τα τσιγαρίδια κλπ. Μπορεί ένα τμήμα της αυλής να ήταν σκεπασμένο για διάφορες χρήσεις. Επίσης υπήρχε ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Φούρνο δεν είχαν όλα τα σπίτια κι όσα είχαν εξυπηρετούσαν και τα υπόλοιπα. Κοντά στο φούρνο ήταν αραδιασμένα τα τσάκνα (ξερόκλαδα) για τη φωτιά. Σε κάποιο σημείο της αυλής κάπως σκεπαστό για να προστατεύεται από τον καιρό ήταν ο σωρός τα ξύλα για το χειμώνα.
Εξωτερικά τα σπίτια ήταν ασοβάντιστα και άβαφα. Φαινόταν η πέτρα και οι αρμοί. Βαμμένα ήταν τα παράθυρα, οι πόρτες οι σιδεριές στις όψεις των σπιτιών με διάφορα χρώματα. Ο εσωτερικός χρωματισμός των δωματίων είχε ποικιλία (λουλακί, κίτρινο της ώχρας, γκρι, λευκό, σκούρο ροζ κλπ).
Το κτίσιμο ενός σπιτιού ήταν σπουδαία υπόθεση. Γι αυτό όταν έφταναν στη σκεπή το γιόρταζαν. Έστηναν ένα σταυρό με λουλούδια και ένα σχοινί που θα κρεμούσαν τα δώρα. Πρώτος πήγαινε το φιλοδώρημα στους μαστόρους ο σπιτονοικοκύρης και ακολουθούσαν οι στενοί συγγενείς οι φίλοι κι οι γειτόνοι ανταλάσσοντας ευχές. Τα δώρα ήταν συνήθως πετσέτες μαντήλια ή ύφασμα. Τα παραλάμβανε ο πρωτομάστορας λέγοντας “Καλώς το φιλοδώρημα από τον …” και ανέφερε το όνομα του δωρητή, αραδιάζοντας και ένα σωρό ευχές, μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν τα μαστόρια κτυπώντας τα σφυριά. Μετά τα κρεμούσαν στο σχοινί που είχαν απλωμένο.
Μ΄ αυτό τον τρόπο διαλαλούσαν στο χωριό πως το σπίτι κατάφεραν να το φτάσουν ως τη σκεπή που τους έδινε ασφάλεια. Ένιωθαν ανακούφιση και σιγουριά πως μπορούσαν να τρυπώσουν το κεφάλι τους από κάτω, έστω κι αν υποχρεώνονταν σε έσχατη ανάγκη να χρησιμοποιήσουν λαμαρίνες για παραθύρια, μαξιλάρια για τζάμια και κουρελούδες για πόρτες.