Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

i.  Ορθόδοξα έθιμα , Πανηγύρια

Την παραμονή της γιορτής του Άγιου Ιωάννη, στις 24 Ιουνίουοι νέοι μαζεύονταν στις γειτονιές του χωριού με γέλια και τραγούδια, άναβαν μεγάλες φωτιές με ξύλα και κλαδιά που μάζευαν νωρίτερα, και όταν λιγόστευαν οι φλόγες πηδούσαν πάνω από τη φωτιά λέγοντας «Άη Γιάννη Πρόδρομε, η σντρίγα να καεί κι γώ να μην καώ».Hγιορτή αυτή, κοντά στις θερινές τροπές του ήλιου (21 Ιουνίου έναρξη θερινού ηλιοστασίου), έχει συνδεθεί με αντιλήψεις και εθιμικές ενέργειες που σηματοδοτούν σημαντικές αλλαγές στον κύκλο του χρόνου. Ο καθηγητής Δημ. Λουκάτος χαρακτηρίζει τη γιορτή του aη Γιαννιού από τις «ειδωλολατρικότερες» του εορτολογίου μας, καθώς «μαζί με τον αη Γιάννη λατρεύεται, με παλιά υποσυνείδητη εθιμολογία, ο Hλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες πυρές, για τον κρίσιμο χρόνο, ασκούνται με τελετουργική δεξιοτεχνία η μαντεία και η μαντική, εκβιάζεται σχεδόν η καλή τύχη, επιδιώκεται η υγεία και το σωματικό κάλλος, με τη συγκομιδή θεραπευτικών και αρωματικών ανθόφυτων».
Στην γιορτή του Αγίου Φανουρίου στις 27 Αυγούστου , στο ομώνυμο εξωκλήσι, οι κοπέλες του χωριού με τη «φανουρόπιτα» στα χέρια κάνουν τάμα και περιμένουν το βράδυ να τους φανερωθεί ο γαμπρός.

Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, 5 Ιουλίου
Στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, στις 5 Ιουλίου, πανηγυρίζει ο ομώνυμος ναός του Παλαιοχωρίου. Αυτή η γιορτή καθιερώθηκε, επειδή τα παλιά χρόνια ο ναός αυτός ανήκε στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, η διοίκηση της οποίας δώρισε το ναό και την γύρω περιοχή στο Παλαιοχώρι. Την παραμονή γίνεται εσπερινός. Τη μέρα της γιορτής τελείται πανηγυρική θεία Λειτουργία και γίνεται περιφορά των εικόνων. Ακολουθεί παραδοσιακό "κουρμπάνι". Το φαγητό είναι πατάτες ή φασολάκια με τραΐ βρασμένο σε μεγάλα καζάνια , συνοδεύεται με κρασί και ακολουθεί γλέντι.
Παναγία η Γοργοεπήκοος , Πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου
Την Πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου γίνεται ιερή πανήγυρις και λιτανεία της ιερής εικόνας της Παναγίας της Γοργοεπηκόου (μοναδικό αντίγραφο της της αντίστοιχης θαυματουργής εικόνας της Μονής Δοχειαρίουτου Αγίου Όρους)

Η σύναξις των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών αγίων ασωμάτων και ουρανίων Ταγμάτων , 8 Νοεμβρίου
Στις 8 Νοεμβρίου γιορτή των πολιούχων του χωριού μας των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ πραγματοποιήτε μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι και λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Δωδεκαήμερο
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Περιτομή ή Αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα Κόλιντα από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών.
Τα Κόλιντα (Κάλαντα), έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο. Λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς (Σούρβα) και τα Φώτα και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.
Τα παιδιά χτυπούν την πόρτα του κάθε σπιτιού και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή :
«Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά».
Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες, φρούτα, καραμέλες και λουκάνικα τα οποία τα περνούσαν στις «Σούγκλες» (σούβλα από ξύλο κρανιάς: μια μακριά μυτερή βέργα που κατέληγε σε ένα χερούλι με δυο κυκλικές υποδοχές για το χέρι).
Επίσης στην γιορτή του Αγίου Στεφάνου στις 27 Δεκεμβρίου , σφάζουν σε κάθε σπίτι το Χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό γουρούνι. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοίρο των Χριστουγέννων, για κάθε κομμάτι του ζώου υπήρχε κάποια χρήση π.χ. από το τομάρι κατασκεύαζανε τα παπούτσια τους που λεγότανε τσαρβούλια. Ακόμα κι αυτή η ουροδόχος κύστη, η «φούσκα» όπως λέγεται, πλυνόταν και καθαριζόταν και μετά φουσκωνόταν και γινόταν μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης.
Πάσχα
Το Πάσχα γιορτάζεται με μεγάλη λαμπρότητα και με έντονα παραδοσιακό τρόπο. Με γλέντια, με δημοτικούς χορούς και τραγούδια, με ειδικές εκδηλώσεις και πατροπαράδοτα έθιμα, με κατσίκια στις σούβλες και κοκορέτσια, όπως σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Μια Πασκαλιά
Μια Πασκαλιά - μια Πασκαλιά - μια Πασκαλιά και μια Λαμπρήμια ΄πίσημην ημέρα πουλάκι μ΄αμάν
μια ΄πίσημην ημέρα Αλεξαντρί μ΄
Μάνα το γιό-μάνα το γιό-μάνα το γιό της στόλιζε
στην εκκλησιά να πάει πουλάκι μ΄αμάν
να πάει να μεταλάν=βει Αλεξαντρί μ΄.
Κ΄η πρώτη ε- κ'η πρώτη ε- κ΄η πρώτη εξαδέλφη του
τον λούζει τον κτενίζει πουλάκι μ΄αμάν
τον λούζει τον κτενίζει Αλεξαντρί μ΄
Και κίνησαν - και κίνησαν - και κίνησαν και πήγαιναν
στης Εκκλησιάς την πόρτα πουλάκι μ΄αμάν
στης Εκκλησιάς υην π'ορτα Αλεξαντρί μ΄
Και σαν τους εί-καισαν τους ει- και σαν τους είδ΄η Εκκλησιά
τα κεραμίδια ρίχνει πουλάκι μ΄αμάν
τα κεραμίδια ρίχνει Αλεξαντρί μ΄
Και τ΄Άγιο Πνε-και τ΄Άγιο πνε- και τ΄Άγιο Πνεύμα έφριξε
απ΄τ΄Άγιο Βήμα πουλάκι μ΄αμάν
απ΄τ΄Άγιο Βήμα Αλεξαντρί μ΄
Γιέ μ΄και πού - γιέ μ΄και πού - γιέ μ΄και πού κολάστηκες
και δέν σου στρέχουν τ΄Άγια πουλάκι μ΄αμάν
και δεν σου στρέχουν τ΄Άγια Αλεξαντρί μ΄
Τη Δευτέρα του Πάσχα ή στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) υπήρχε το τοπικό έθιμο να ζυγίζονται όλοι οι κάτοικοι του χωριού με το καντάρι.
Απρίλι μ΄, Απρίλι μ΄ κάματι
Απρίλι , Απρίλι κάματη , Μάη κατακαημέμενεπου μαύρισες τις έμορφες κι ασχήμινες τις άσπρες
Μαύρισες την αγάπη μου και δεν την εγνωρίζω
μαύρα φορεί μαύρα κρατεί μαύρο καβαλικεύει
Μια σαν εκαβαλίκεψε τον Άι Γιώργη μοιάζει
τον Άι Γιώργη στο κορμί , την Παναγιά στα κάλλη
και στο λιανοπερπάτημα τον Άι Κωνσταντίνο

ii.  Έθιμα εθνικού χαρακτήρα , Τ' Χαλκού τ' αλώνι

Την Tρίτη μέρα του Πάσχα στον χώρο του παλιού κοιμητηριακού ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ τελείται τρισάγιο και στην συνέχεια στήνεται χορός στον οποίο συμμετέχουν εκατοντάδες Παλαιοχωρινοί και επισκέπτες. Το έθιμο λέγεταιΤ΄ χαλκού τ΄αλώνι (από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν γνωστή η εξόρυξη χαλκού και άλλων μετάλλων στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Παλαιοχωρίου) και αναβιώνει την διαχρονική μάχη των διψασμένων για ελευθερία κατοίκων του Παλαιοχωρίου .
Ένα έθιμο (Παλαιοχώρι  , Τρίτη Μέρα του Πάσχα , 16 Απριλίου 1822 ) που μας θυμίζει το γεγονός της ολοσχερούς καταστροφής  "εκ θεμελίων" των  χωριών της επαναστατημένης Χαλκιδικής (Χειμώνας 1821) από τους Οθωμανους - Τούρκους  Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη και Μεχμέτ Εμίν Πασάς (Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασάς) , το έθιμο εκτός του Παλαιοχωρίου αναβιώνει στην Βόρεια Χαλκιδική και στην Ιερισσό όπου λέγεται "το Μαύρο Αλώνι" (υπάρχει όμώνυμη τοποθεσία στην Ιερισσό) .
Ο χορός είναι καγκελευτός αργόσυρτος, πάνω στα συρτά και διστακτικά βήματα των καταδικασμένων σε θάνατο Παλαιοχωρινών. Τραγουδόνται τρία τραγούδια, το Τ΄ Χαλκού τ΄Αλώνι , το Λαλήσει Κουκί Μ΄ και το Σύρμου μ΄ Μαλαματένιο .
Το Παλαιοχώρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, παρά το ειδικό καθεστώς που ίσχυε για τα Μαντεμοχώρια (ίσως να ανήκε και το ίδιο σε αυτά) ήταν έδρα των καπεταναίων ( "Χαλκού Τ΄Αλώνι" ), των ΑΓΙΑΝΝΙΔΩΝ (πρόκριτοι των Ρωμιών) και ζούσαν αρκετοί απο αυτούς στα γύρω βουνά. Προετοιμαζόμενοι διαχρονικα για την επανάσταση ( "Λάλησει Κούκι μ΄") κατέβαιναν την Τρίτη μέρα του Πάσχα στο χωριό, όπου γινόταν μεγάλο θρυσκευτικό και συνάμα λαϊκό πανηγύρι και με το ξεγέλασμα του Μαντέμ Αγά εξασκούσαν τους νέους του χωριού μας στη "σημάδα"("Σύρμου μ΄Μαλαματένιο" ) .
Το τραγούδι τ΄ Χαλκού τ΄ αλώνι είναι ένα ακριτικό τραγούδι κατάλοιπο των Βυζαντινών χρόνων (Νέπωσι κ.α.). Σε πολλά ακριτικής ατμόσφαιρας τραγούδια η αναφορά σε Γιαννάκη , Γιάννη κα φαίνεται πως είναι παραφθορά του Διγενή . Είναι φανερό εξάλλου από τους στίχους ότι διηγείται ως ακριτικό τραγούδι τον ηρωϊκό θάνατο του Γιαννάκη (Διγενή) αλλά ταυτόχρονα περιγραφεί και τα κατορθώματα των ακριτών , μιλά με μια επική πνοή που συνεπαίρνει :
Τ΄ Χαλκού τ΄Αλώνι
Μεσ΄του χαλκού τ΄αλω-νω-νι το μαρμαρινό,
παίζουν (συ)μάδα παι-ναι-ζουν γιός και βασιλιάς
Κανείς και δεν την παι-ναι-ζει σαν τον Κυρ-γιαννή,
ο ήλιος και ο Γιαννάκης στοίχημα βάζουν,
Βάζουν στοίχημα βα-ά-ζουν στα κεφάλια τους,
το ποιός θα πάει πρω-νω-τος στη μανούλα του
Ο ήλιος πάει στη μα-ά-να τ΄και βραδιάστηκε,
και ο Γιάννης εβραδιά-α-σθει στο μισοστρατί.
Περνούσαν οι διαβάτες και το έκλειγαν,
και τα καλά κορίτσια το μοιριολογούν.
Γιάννη μου να ΄χες μα-ά-να να ΄χεις αδελφή,
να ΄χες καλή γυναι-αί-κα να ΄ρθει να σε δεί.
Τον λόγο δεν τον είπε δεν τον έσωσε,
να και μανα τ΄, να και αδερφή να και καλή γυναίκα που ΄ρθε να τον δεί.
με δυό παιδιά στα χε-έρια κι ένα στη κοιλιά,
κι η μάνα του τον κλαίει και το μοιριολογεί.
Δε σ΄έλιγα εγώ Για-ά-ννη μ΄δε σ΄ορμήνευα,
στους χίλιους να μην πάγεις και στους εκατό.
Δεν ήταν μάνα μ΄χι-ί-λνοι ούτε κι εκατό,
μον΄ήταν τρείς χιλιάδες κι όλο Αρβανιτιά
Ήταν και τ΄άλογα-α τους παιχνιδιάρικα,
στα μάρμαρα πατού-ου-σαν κι έβγαζαν νερό,
στους κάμπους περπατούσαν και κουρνιάχτιζαν.
.
το Λάλησι κούκι μ΄ και το Σύρμου μ΄Μαλαματένιο μου,  περιγράφουν την αυθεντική Παλαιοχωρινή λεβεντιά και παλικαριά  και είναι γεμάτα υπονοούμενα για την πολυπόθητη λευτεριά, καθώς για πολλά χρόνια μετά, το έθιμο γινόταν με την παρουσία των τούρκων και τα πράγματα δεν μπορούσαν να ειπωθούν ανοιχτά .
.

Λαλήσει Κουκί Μ΄
Λάλησει κούκι μ΄ λα-μωρ-λάλησειν όπως λαλούσεις πρώτα
Γιε μ΄τι να λαλη-, γιε μ΄τι να λαλη-, γιε μ΄τι να λαλήσω μάτια μ΄τι να πώ.
Τί να λαλήσω μάτια μ΄τι να πώ , τι να σας μολογήσω.
Γιέ μ΄ήρθε η α-, γιέ μ΄ήρθε η α- , γιέ μ΄ήρθε η άνοιξη μάτια μ΄πικρή.
Ήρθε η άνοιξη μάτια μ΄πικρή , το καλοκάιρι μαύρο.
Γιέ μ΄και το μισό-, γιέ μ΄και το μισό-, γιέ μ΄και το μισό- μάτια μ΄- καλόκαιρο.
Και το μισό-μάτια μ΄-καλόκαιρο μαύρο φαρμακωμένο
Γιέ μ΄λαλούν τ΄αηδό-, γιέ μ΄λαλούν τ΄αηδό-, γιέ μ΄λαλούν τ΄αηδόνια μάτια μ΄ στις φωλιές.
Λαλούν τ΄αηδόνια μάτια μ΄στις φωλιές οι πέρδικες στα πλάγια.
.
στη συνέχεια ρίχνανε με τουφέκια (Σύρμου μ΄Μαλαματένιο) στη "σημάδα" (αγώνες σκοποβολής).
.
Σύρμου μ΄Μαλαματένιο
Πέρα σε ΄κείνο το βουνό Σύρμου μ΄μαλαματένιο μου
πέρα σε ΄κείνο το βουνό άιντε παιδιά μου γυαλό γυαλό
Γιέ μ΄στα δώ- γιε μ΄στα δώθε και στα κείθε
βάρτε λε - βάρ(α)τε λεβεντάδες βάρ(α)τε
Έχουν οι κλέφτες σύναξη σύρμου μ΄μαλαματένιο μου
έχουν οι κλέφτες σύναξη 'αιντε παιδιά μου γιαλό γιαλό.
Γιέ μ΄κι κα-γιε κι καπεταναραίοι
βάρ(α)τε λα-βάρ(α)τε λεβεντάδες βάρ(α)τε
Έχουν αρνιά που ψήνονται σύρμου μ΄μαλαματένιο μου
έχουν αρνιά που ψήνονται άιντε παιδιά μου γιαλό γιαλό
Γιέ μ΄κριά-γιε μ΄κριάρια σουβλισμένα
βάρ(α)τε λα-βάρ(α)τε λεβεντάδες βάρ(α)τε
Έχουν κι ένα παλιό κρασί σύρμου μαλαματένιο μου
έχουν κι ένα παλιό κρασί άιντε παιδιά μου γυαλό γυαλό
Γιε μ΄που πί-γιε μ΄που πίν΄τα παλικάρια
βάρ(α)τε λα-βάρ(α)τε λεβεντάδες βάρ(α)τε
Και τη σημάδα ρίχνουνε σύρμου μ΄μαλαματένιο μου
και τη σημάδα ρίχνουνε άιντα παιδιά μου γυαλό γυαλό
Γιε μ΄και το γιε μ΄ και τη σημάδα παίρνουνε
βάρ(α)τε λα-βάρ(α)τε λεβεντάδες βάρ(α)τε .

iii. Έθιμα του γάμου - Τ΄ου Κλίκ΄ι

        Πριν μερικές δεκαετίες, πολλά από τα πατροπαράδοτα έθιμα του γάμου διατηρούνταν στο Παλαιοχώρι Χαλκιδικής.
        Πριν το γάμο γίνονταν ο αρραβώνας. Πολλές οικογένειες, κυρίως αγροτικές κατέφευγαν στα προξενειά με συγγενικά πρόσωπα η ειδικούς προξενητές άνδρες η γυναίκες. Αν συμφωνούσαν οι γονείς του κοριτσιού με το γαμπρό που τους προξένευαν, την ίδια μέρα όριζαν την ημερομηνία του αρραβώνα.
        Ο αρραβώνα γίνονταν στο σπίτι της νύφης και τότε συμφωνούσαν για την προίκα και όριζαν την ημερομηνία του γάμου, που γινόταν πάντα Κυριακή.
        Όταν ερχόταν η εβδομάδα του γάμου ο γαμπρός έπρεπε να δει τη νύφη παρά μόνο στην εκκλησία.
        Τη Δευτέρα πήγαινε το σόι της νύφης στο Λάκκο και έπλενε τα προικιά της. Την Τρίτη και την Τετάρτη τα σιδέρωναν και τα καταμετρούσαν. Την Πέμπτη «ανιέπιαναν» τα προζύμια για να ζυμώσουν την Παρασκευή τα κλίκια, που ήταν 3. Την Παρασκευή το πρωί δύο παλικάρια απ΄ το σόι της νύφης πήγαιναν στο βουνό και έκοβαν “μπρούσλιανο” (είδος κισσού), τον έφερναν στο σπίτι και τον έβαζαν στο κλίκι.
        Το Σάββατο το πρωί στο σπίτι της νύφης έδεναν σχοινιά στην αυλή και άπλωναν την προίκα. Την είχαν απλωμένη μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, για να δει ο κόσμος ότι η νύφη ήταν χρυσοχέρα και είχε καλή προίκα.
        Το βράδυ αφού μάζευαν τα προικιά τα ξαναμετρούσαν, τα κατέγραφε στο προικοσύμφωνο ο γραμματέας της Κοινότητας και τα έβαζαν μέσα σε σεντούκια. Το ίδιο βράδυ από του γαμπρού το σόι με τη συνοδεία οργάνων έφερναν τα δώρα στη νύφη, μέσα σε πανέρια (εσώρουχα γαμπρού και νύφης, που θα φορούσαν την Κυριακή). Αυτό το βράδυ το κάθε σόι γλεντούσε στα δύο σπίτια των μελλόνυμφων χωριστά.
        Την Κυριακή το πρωί δύο αγόρια από κάθε σόι με δύο μπουκάλια κρασί (κλοντήρια) κλεισμένα με γαρύφαλλα γυρνούσαν σ΄ όλο το χωριό προσκαλώντας συγγενείς και φίλους του ζευγαριού στο γάμο.
        Το μεσημέρι από του γαμπρού το σόι ξεκινούσαν δύο η τέσσερα άλογα και γυρνούσαν όλο το χωριό καλπάζοντας, ώστε ο κόσμος να καταλάβει ότι ξεκινάει ο γάμος και ότι πρόκειται να φορτώσουν την προίκα.
        Πριν ξεκινήσει ο γάμος πήγαινε ο κουρέας να ξυρίσει το γαμπρό. Το ξύρισμα του γαμπρού γινόταν με επισημότητα. Τραγούδια του γάμου συνόδευαν το ξύρισμα και το ντύσιμο του γαμπρού ενώ συγγενείς και φίλοι γέμιζαν το σπίτι. Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης γινόταν ο στολισμός της με τραγούδια και κεράσματα.
        Από την ώρα που άρχιζαν να μαζεύονται οι πρώτοι καλεσμένοι, στο σπίτι του γαμπρού στη σκάλα του σπιτιού στέκονταν δύο κορίτσια η μία με δίσκο γεμάτο ποτήρια με ρακί και η άλλη με λουκούμια και κερνούσαν τον κόσμο, που εύχονταν «ώρις σας καλιές». Τα όργανα έπαιζαν και ο κόσμος χόρευε και τραγουδούσε μέχρι να ξεκινήσουν για την εκκλησία.
        Η συνοδεία του γαμπρού ξεκινούσε με τά άλογα μπροστά για να πάει να πάρει τον κουμπάρο και όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Αφού έπαιρναν τον κουμπάρο, με τα όργανα και τα άλογα μπροστά, πήγαιναν να πάρουν τη νύφη. Ανέβαινε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης, όπου τον περίμενε ο πεθερός. Του διάβαζε το προικοσύμφωνο, του μετρούσε τα χρήματα η τις λίρες που του είχε τάξει. Έβαζαν στον ώμο του κουμπάρου τα δώρα του από την προίκα της νύφης. Όταν τελείωναν έβγαινε η νύφη από το δωμάτιό της. Στο διάστημα αυτό το σόι του γαμπρού φόρτωνε την προίκα σε άλογα η μουλάρια και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Προπορευόταν ένα παιδί επάνω στο άλογο, που κρατούσε έναν καθρέφτη.
        Ακολουθούσε η προίκα, τα όργανα, ο κουμπάρος, ο γαμπρός, η νύφη, οι συμπέθεροι και οι λοιποί καλεσμένοι.
        Η πομπή χώριζε στα μισά της διαδρομής και η μεν προίκα κατευθύνονταν προς το σπίτι του ζευγαριού, οι δε υπόλοιποι προς την εκκλησία. Η νύφη πετούσε το ένα κλίκι στους καλεσμένους πίσω της στην αυλή του σπιτιού της, και το δεύτερο στο προαύλιο της εκκλησίας.
        Η στέψη γινόταν στην εκκλησία ενώ παλιότερα γινόταν και στα σπίτια, (π. χ. σε χήρους).
        Μετά το γάμο πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί η πεθερά υποδεχόταν τη νύφη δίνοντας της μέλι να μελώσει το σπίτι σχηματίζοντας ένα σταυρό στο κεφαλάρι της πόρτας και βάζοντας την να πατήσει ένα σίδερο για να είναι “σιδερένια”, κι ένα ρόδι για να είναι καρπερή.
        Τότε γινόταν κι ο «νταρός» δηλαδή η προσφορά δώρων από τη νύφη στους στενούς συγγενείς του γαμπρού και σε άλλους καλεσμένους και αυτοί της έδιναν για φιλοδώρημα φλουριά η χρήματα.
        Στη συνέχεια, αφού έβαζαν στα ζωνάρια τα δώρα τους συνήθως χειροποίητες μάλλινες κάλτσες, πήγαιναν όλοι στην πλατεία του χωριού (χοροστάσι) όπου ακολουθούσε γλέντι και χορός. Το κέντρο της πλατείας ήταν γεμάτο τραπέζια και καθίσματα για τους καλεσμένους και γύρω στηνόταν ο χορός. Πρώτος έσερνε το χορό ο κουμπάρος, μετά ο γαμπρός και μετά η νύφη.
        Τη Δευτέρα το πρωί η μάνα του γαμπρού έβγαζε στο μπαλκόνι τα σεντόνια που κοιμήθηκε το ζευγάρι για να δει ο κόσμος, που πήγαινε τα δώρα στο σπίτι, ότι η νύφη της ήταν παρθένα.
        Επίσης τη Δευτέρα το πρωί πήγαιναν κοπέλλες από το σόι της νύφης και έστρωναν τα προικιά. Μετά την ξαναέντυναν νύφη. Βγαίνοντας από το σπίτι έκανε υπόκλιση προς τη μεριά του ήλιου και όλοι μαζί πήγαιναν στο Λάκκο (ποτάμι) του χωριού. Η νύφη κρατούσε ένα κανατάκι έπαιρνε νερό και έριχναν μέσα ένα φλουρί. Μετά το πετούσε προς τα παιδιά που ήταν εκεί. Αν το φλουρί το έπιανε αγόρι, θα γεννούσε αγόρι, αν κορίτσι, θα γεννούσε κορίτσι. Επιστρέφοντας στο σπίτι, όποιον έβρισκαν στο δρόμο του έκανε «μετάνοια».
        Το βράδυ μαζεύονταν στην πλατεία όπου γλεντούσαν και χόρευαν για άλλη μια φορά.


Στο τέλος του γάμου όλοι, εκτός από τη νύφη, τραγουδάνε και χορεύουν αργά και κυκλικά. Σε κάποια σημεία του τραγουδιού κραυγάζουν επιφωνήματα (όπως «ουίντε!», «εεε!», κ.α). Στην αγκαλιά του ο πρώτος έχει το «κλίκι», ένα είδος στρογγυλού τσουρεκιού. Στο τέλος του τραγουδιού οι συμμετέχοντες στο χορό κομματιάζουν το «κλίκι» και πετάνε τα κομμάτια στον αέρα, για να πάρουν όλοι από ένα μικρό κομματάκι, και τραγουδάνε:
Μεσ΄ της νύφης τα λουλούδια τρία πουλάκια κελαηδούσαν
το ΄να λέει τ΄άλλο κλαίει τ΄άλλο κελαηδεί και λέει:
Να ΄χα μάνα της καρδιάς μου
και πατέρα της ψυχής μου
κι αδελφό της αγκαλιάς μου.
Τώρα του γαμπρού η μάνα περ΄ φανεύετε και λέει:
΄γω 'χω γιο και άλλη δεν έχει,
΄γω ΄χω δένδρο στην αυλή μου κυπαρίσσι στη γωνιά μου.
Κάθεται κι η μοίρα επάνω και μοιράζει και ταιριάζει και βαριά αναστενάζει.
Βρέ πανάθεμά σε μοίρα όπου δεν μοιράζεις ίσια
στα καλά τα παλικάρια δίνεις άσχημα κοριτσιούδια και
στα όμορφα τα κοριτσιούδια δίνει άσχημα παιδούδια.

iv. Λαϊκή παράδοση , Τσιγαριδογιορτή

Η Τσιγαριδογιορτή είναι το παραδοσιακό γλέντι στην πλατεία του χωριού. Συνήθως σερβιρίζονται η ομώνυμη τοπική νοστιμιά (τσιγαρίδια) , ψητές «μήρες»(χοιρινά παϊδακία και μπριζόλες) και χωριάτικα λουκάνικα συνοδευόμενα από τοπικό άφθονο κόκκινο κρασί , ρετσίνα και τσίπουρο.
Πιθανότατα το έθιμο της σφαγής του οικόσιτου χοίρου ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, τότε που οι γεωργοί θυσίαζαν, κατά τα Σατουρνάλια (17-25 Δεκεμβρίου), προς τιμή του Κρόνου και της Δήμητρας, χοίρο για την ευφορία της γης. Οι Παλαιοχωρινοί Χαλκιδικιώτες πάντως, έσφαζαν το γουρούνι μετά την νηστεία των Χριστουγέννων (την ημέρα του Αγίου Στεφάνου, 27/12 ), διότι και το κρύο επέτρεπε τη διατήρηση του χοιρινού κρέατος για πολύ καιρό και οι «αλείξουρις» (λόγω και τις νηστείας) αυτές ημέρες χρειάζονταν πολύ και καλό φαγητό «φαγούσ’μου ήταν κι δ’λειές δεν είχαν».
Η σφαγή του γουρουνιού, από παρέα φίλων και γειτόνων, ήταν όντως τελετουργική: λίγο πριν τη σφαγή, το έβγαζαν από το «κουμάσι» για να περπατήσει, «να σκνίσ’» ελεύθερα και να «χαρεί», προτού θανατωθεί. Ευθύς μετά το σφάξιμο, η νοικοκυρά το θύμιαζε μ’ ένα κεραμίδι «για να φύγουν τα μαϊκά» τα κάρβουνα από το αυτοσχέδιο θυμιατό τα έριχνε μετά στο λαιμό του χοίρου «για την ψυχή του ζώου αλλού, «έβαζαν στο στόμα του γουρουνιού κώνο («κουκ’νάρα») καλαμποκιού, για να μένει ανοιχτό (ίσως για να βγει πιο εύκολα η ψυχή του!)" και άλλοι πάλι τα κάρβουνα με το θυμίαμα τα έριχναν στα αυτιά του γουρουνιού, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι άλλοι, τέλος, θυμίαμα και κρεμμύδι έβαζαν στο στόμα του, για να έχει γλυκό και νόστιμο κρέας. Η θυσία του ζώου γίνεται, σίγουρα, με προφύλαξη, αγνείες, καθαρμούς και εξιλαστικές πράξεις, που συναντούμε σε πανάρχαιες τοτεμικές τελετουργίες, όπως λ.χ. στα Βουφόνια των αρχαίων, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώνουν από το κρίμα. Ακολουθούσε το θυσιαστικό συμπόσιο: τη μέρα αυτή έτρωγαν το μαύρο συκώτι, μαγειρεμένο με κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι και ετοίμαζα τα ‘Τσιγαρίδια’. Τα μικρά αρσενικά παιδιά έπαιζαν ‘μπάλα’ (ποδόσφαιρο) με την ‘φούσκα’ (ουροδόχο κύστη ) του ζώου . Το άσπρο γεμιστό στα έντερα με ρύζι ‘ μπουμπάρ ι’ το έτρωγαν την Πρωτοχρονιά. Τις επόμενες μέρες οι νοικοκυρές συνέχιζαν την επεξεργασία του πολύτιμου γι αυτές κρέατος του γουρουνιού και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο . Έβγαζαν τη λίγδα (λίπος), έφτιαχναν τις «τσιγαρίδες» ή «πιτσουρούδις» (τσιγαρισμένα κομμάτια κρέατος και λίπους μαζί), γέμιζαν τα λουκάνικα, καθάριζαν τις «ουματιές» ή «ματιές», αλάτιζαν τον παστό και έφτιαχναν από τηγανισμένα κομμάτια κρέατος, λίπους και λουκάνικων τον «πασπαλά» (καβουρμά), που τον φύλασσαν σε πήλινα δοχεία, τις «βουτνάρες», για το θέρο. Από το δέρμα έφτιαχνα τα ‘τσαρβούλια’ (παπούτσια)

v. Λαογραφία , Χελιδονίσματα

Στα Χελιδονίσματα, τα οποία λαμβάνουν μέρος την 1 Μαρτίου, τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους του χωριού κουνώντας ένα ραβδί. Στο ραβδί έχει στερεωθεί ένα ξύλινο χελιδόνι με κουδουνάκι στο λαιμό. Τα παιδιά τραγουδούν την Χελιδόνα:
Η χελιδόνα έρχεται
από την Μαύρη θάλασσα,
φέρνει φέρνει άνοιξη
μαζί με καλοκαίρι.
Μάρτης μας ήρθε,
καλώς μας ήρθε
και τα ζώα χαίρονται.
Έξω ψύλλοι ποντικοί,
μέσα υγεία και χαρά
και το Πάσχα με υγειά
να μας δώσετε πέντε αυγά
και άλλα τόσα την Πασχαλιά.

και κρατούν ένα καλάθι πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι μαζεύοντας αυγά, φασόλια & χρήματα. Μοιράζουν επίσης τους «Mάρτηδες», στριφτά νήματα από κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μη «πιάνει» σύμωνα με την παράδοση τους κατόχους τους ο Μάρτης.