Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

 



Αντώνης Ι. Θαβώρης, Σλαβικής Αρχής λέξεις στην Χαλκιδική - Λιαριγκόβη

Ελληνικά 68 (2018-2019)

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

 

"... Νά σημειωθῆ ὃτι ἡ περίπυστος αὐτή Ἱερά Εἰκόνα εἶναι ἒργο τοῦ ἐξαιρέτου Ἁγιογράφου καί μεγάλου Ἀσκητοῦ Γεωργίου Χατζηγιώργη, ὁ ὁποῖος ζῶν μονοχίτων καί ἀνυπόδητος, ἱστόρησε τό 1864 τήν Ἁγία Εἰκόνα, κατόπιν παραγγελίας κατοίκου τῆς Κωμοπόλεως ἐπονομαζομένου Μαυρουδῆ, ὡς εὐχαριστήριο γιά θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων στό πρόσωπό του. Ἡ δέ Ἐνορία περιέβαλε τή σεπτή Εἰκόνα μέ ἐξαίρετης τέχνης “πουκάμισο”, τιμῶντας την μέ πολλά ἀναθήματα καί τάματα...
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου

Το Παλαιοχώρι Χαλκιδικής
έχει την ευλογία να φιλοξενεί
4 Μοναδικές Εικόνες της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της, ενδεικτικά της μεγάλης του αίγλης και του Ιστορικού του ρόλου στο πέρασμα του Χρόνου.

 

Πόσα παιδιά δεν έχουν νανουριστεί, κοιμηθεί, στο σπίτι αλλά και στο χωράφι...!
Η παραδοσιακή σαρμανίτσα είναι είδος κούνιας, που τη χρησιμοποιούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, όπου κοίμιζαν και κουνούσαν τα μωρά. Το κούνημα γινόταν και με τα πόδια, όταν η μάνα είχε πιασμένα τα χέρια της με γνέσιμο, μπάλωμα ή πλέξιμο.
Είναι ένα μικρό ξύλινο φορητό κρεβατάκι, καμωμένο από τρεις κοντόπλατες σανίδες καρφωμένες σε σχήμα σκαφιδιού και στερεωμένες σε δύο τέτοιες κάθετες με στρογγυλή βάση, πλατύτερη και πιο ψηλή προς το κεφάλι και χαμηλότερη των ποδαριών η άλλη.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

από : Χαβιαροχανίτες και Χρυσοκάνθαροι 



Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.

Η μεγάλη κοινωνική σύγκρουση στην Αθήνα του 19oυ αιώνα

Σχεδόν στην αφάνεια παραμένει η μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση που ξέσπασε στην Αθήνα, την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα. «Χαβιαροχανίτες» και «Χρυσοκάνθαρους» αποκαλούσαν ο λαός και τα λαϊκά έντυπά του τους νεόπλουτους που επρόκειτο να διαμορφώσουν την ανύπαρκτη αστική τάξη και να κομίσουν μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Συνδέθηκαν με τον Χαρίλαο Τρικούπη και στην εμφάνισή τους αντέδρασε το γηγενές λαϊκό αθηναϊκό στοιχείο, καθώς και όλοι εκείνοι που είχαν συρρεύσει από τις επαρχίες αναζητώντας καλύτερη τύχη και ζωή. Όπως ήταν αυτονόητο, οι τελευταίοι βγήκαν ηττημένοι από αυτή την αντιπαράθεση. Ωστόσο, χρησιμοποίησαν σε υπερθετικό βαθμό τη σάτιρα και το λαϊκό σκώμμα, έδωσαν επί πολλά χρόνια τον όμορφο αγώνα τους για να φύγουν ηττημένοι παραδίδοντας τη θέση τους στη νέα Αθήνα, των πολυτελών μεγάρων και των ευρωπαϊκών συνηθειών.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

 

Δημοσιογράφος (Χρήστος Αυθινος): «Υπάρχει όμως και η αντίληψη που λένε ότι αυτά είναι παρωχημένα πράγματα, η έκφραση έχει εξελιχτεί και ότι αυτοί οι σύγχρονοι ήχοι ανταποκρίνονται σε σύγχρονα…».

Μάνος Κατράκης: «Τι εθνικότητα ενός λαού είναι παρωχημένη; Είναι δυνατόν να παλιώνει ποτέ η εθνικότητα; Η ρίζα, η καταγωγή ενός λαού; Και πως θα ζήσει ο λαός αυτός; Απάνω σε τι στηρίχτηκε; Η σύγχρονη λαϊκή μουσική σε τι στηρίχτηκε; Στη ρίζα του λαού δεν στηρίχτηκε; Η ποίηση όλη, όλη η δημιουργία που στηρίζεται; Στις ρίζες του λαού μας δεν στηρίζεται; Η παγκόσμια δημιουργία που στηρίχτηκε; Στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας δεν στηρίζεται;».

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022


Διαβάστε εδώ: ΜΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ - Let's wait until the storm passes: Αφιέρωμα στον πραγματικό "Αλέξη" Ζορμπά:                                    

«Αναφορά στον Γκρέκο» : «Πήρε να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Στην αρχή μια μουσική ταραχή, ένας ρυθμός καινούριος, λες και γρηγόρεψε να κυκλοφορεί στη βασιλόφλεβά μου το αίμα. Ένιωθα πυρετό και ζάλη, δυσκολοξεδιάλυτη ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου κάποιο ξένο ανεπιθύμητο σώμα. Όλος μου ο οργανισμός αναστατώθηκε και χίμηξε να το διώξει˙ μα αυτό αντιστέκουνταν, παρακαλούσε, έριχνε ρίζες και πιάνουνταν πότε από το ένα σπλάχνο, πότε από το άλλο, και δεν ήθελε να φύγει. Ένας σπόρος είχε γίνει, ένα σκληρό σπειρί σιτάρι, κι ένιωθε θαρρείς μέσα του φυλακωμένα να κιντυνεύουν τ’ αστάχυα και το ψωμί και μάχουνταν απελπισμένα να μη χαθεί για να μη χαθούνε. […] Κίνησαν ευτύς γύρα από τον ξενομπάτη σπόρο να τρέχουν οι λέξες, οι ρίμες, οι παρομοίωσες, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Ξαναζωντάνεψαν οι λιγοθυμισμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, τα γέλια μας κι οι ανεβάλλουσες κουβέντες. Όλες οι μέρες που περάσαμε μαζί διάβαιναν από μπρος μου, άσπρες, χαριτωμένες, γεμάτες γουργουρητά, σαν περιστέρες˙ ανέβηκαν ένα πάτωμα πιο αψηλά από την αλήθεια, δυο πατώματα πιο αψηλά από την ψευτιά οι θύμησες˙ μεταμορφώνουνταν σιγά-σιγά ο Ζορμπάς και γίνουνταν παραμύθι. Τη νύχτα δείλιαζα να πέσω να κοιμηθώ˙ ένιωθα στον ύπνο μου το σπόρο να δουλεύει˙ στην άγια γαλήνη της νύχτας τον αφουκράζουμουν, σα μεταξοσκούληκας να τρώει, να τρώει τα φύλλα της καρδιάς μου και να θέλει να τα κάμει μετάξι. […] Τι χαρά να ’σαι μόνος, ν’ ακούς απόξω από το κατώφλι σου τη θάλασσα ν’ αναστενάζει και να ξεσπούν απάνω στις λεμονιές και τα κυπαρίσσια της αυλής τα πρωτοβρόχια! Και να νιώθεις στη μέση-μέση του σπλάχνου σου ένα σπόρο να σε τρώει! Ο Ζορμπάς κείτουνταν μέσα μου σα μια χρυσαλλίδα, φασκιωμένη σε σκληρή διάφανη φλούδα, και δε σάλευε˙ μα ένιωθα πως κρυφά, αθόρυβα, μέσα στη βουβή ετούτη χρυσαλλίδα, ξακλουθούσε μέρα νύχτα μια αξεδιάλυτη, όλο μυστήριο κατεργασία, γέμιζαν αγάλια αγάλια οι φυραμένες φλέβες της, μαλάκωναν οι ξεραμένες σάρκες, τώρα να θα ράγιζε η φλούδα στις πλάτες και θα πρόβαιναν, αμέστωτες, σγουρές κι ανήμπορες ακόμα, οι φτέρουγες. ΄Ένα σκουλήκι ήταν ξαπλωμένο μέσα στη χρυσαλλίδα και το ’χε συνεπάρει θεία ξαφνικιά παραφροσύνη κι στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το ήθελε να βγει πεταλούδα.»