Τετάρτη 18 Μαΐου 2016



Μπαούλο (ξύλου & τσίγκος) του 19ου αιω.


Η τέχνη της υφαντικής στο Παλαιοχώρι έμεινε αναλοίωτη μέσα στο πέρασμα του χρόνου και περναέι από γενιά σε γενιά , από μάνα σε κόρη (ξακουστά σε όλη την ελλάδα τα υφαντά της Χαλκιδικής).
Είναι γνωστός σε όλη την περιφέρεια της Βορείου Χαλκιδικής ο τοπικός μύθος - παραμύθι του Παλαιοχωρίου που λέει πως στο Κάστρο της Ωριάς , που ιστορικά τοποθετείται στο  "Νέπωσι", η Βασιλοπούλα ύφαινε με χρυσή κλωστή και χρυσή σαΐτα στο χρυσό αργαλειό, θαμμένο ακόμα κατά την παράδοση στις δαιδαλώδης στοές του κάστρου .
Όλα ξεκινάνε με την κούρα των γιδοπροβάτων . Τότε απομακρύνονται οι τρίχες με μεγάλα κτένια . Το μαλλί το έπλεναν καλά για να φύγουν οι βρομιές του. Έβαζαν σε μια σκάφη χλιαρό νερό και έριχναν μέσα το μαλλί. Το νερό δεν έπρεπε να καίει γιατί το μαλλί μάζευε και δεν μπορούσε να ξαστεί. Το έπλεναν δυο και τρεις φορές. Το νερό από την πρώτη πλύση λεγόταν ρύπος κι αυτό δεν το πετούσαν αλλά το κρατούσαν για να το χρησιμοποιήσουν στη βαφή του μαλλιού με μπλε χρώμα. Στη συνέχεια το έβαζαν μέσα σ’ ένα καλάθι ή πάνω σε φράχτες για να φεύγουν τα νερά και το έβαζαν σε ένα σκιερό μέρος για να στεγνώσει. Δεν έπρεπε να το βάλουν στον ήλιο για να μην κιτρινίσει. Όταν στέγνωνε άρχιζαν το ξάσιμο. Αυτό γινόταν με τα χέρια. Άνοιγαν σιγά σιγά το μαλλί για να γίνει απαλό και συγχρόνως το καθάριζαν και από κάποια σκουπιδάκια που είχε. Έπειτα το πήγαιναν στη λανάρα.


Η λανάρα ήταν δυο σανίδια με πυκνά σύρματα ή καρφιά καρφωμένα στην επιφάνειά τους. Ας πούμε σα δυο μεγάλες συρμάτινες βούρτσες. Το ένα απ’ αυτά ήταν σταθερό και το τοποθετούσαν με τα σύρματα προς τα πάνω. Το άλλο είχε μια λαβή απ’ όπου το κρατούσαν οι γυναίκες και το χρησιμοποιούσαν με τα σύρματα προς τα κάτω.
Στο σταθερό τμήμα της λανάρας έβαζαν μικρές τούφες από τα μαλλί που είχαν ξάσει και με το άλλο το τραβούσαν έτσι όπως χτενίζουμε τα μαλλιά μέχρις ότου οι ίνες του μαλλιού να γίνουν παράλληλες. Τότε το έβγαζαν μικρές μικρές τούφες. Το μαλλί αυτό ήταν έτοιμο για γνέσιμο. Το γνέσιμο γινόταν με τη ρόκα και το αδράχτι.

Στη ρόκα που ήταν μια διχαλωτή βέργα έβαζαν τις τούφες από το μαλλί.


Το αδράχτι ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο που στη μέση ήταν πιο χοντρό και στις άκρες ήταν στην κάτω μυτερό για να μπορεί να γυρίζει και στην πάνω είχε ένα αυλάκι σα βίδα για να μπορεί να κατευθύνει την κλωστή να τυλίγεται. Στο κάτω μέρος το αδράχτι είχε το “σφιντίλι” Αυτό ήταν ένα στρόγγυλο ξυλάκι με μια τρύπα στη μέση για να περνάει από κει το αδράχτι. Αυτό το έβαζαν για να γυρνάει καλύτερα το αδράχτι. Έβαζαν μια κλωστή και στην άκρη της τύλιγαν λίγο μαλλί. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή.
Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο.


Γι’ αυτό είχαν το τ(υ)λιγάδι. Κι αυτό όπως και η ρόκα ήταν μια διχαλωτή βέργα μόνο που στην άλλη άκρη του είχε μια τρύπα όπου έβαζαν κάθετα ένα μικρό ξυλάκι. Το μαλλί από το αδράχτι το τύλιγαν στο τ(υ)λιγάδι στη διχάλα της κορυφής και στο ξυλάκι της βάσης. Αν δεν είχαν τ(υ)λιγάδι μπορούσαν να το κάνουν και με τα χέρια τους χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα. Αυτή θα πήγαινε στην ανέμη και με τη τσιγκρίκα (ροδάνι) θα τυλιγόταν στα μασούρια για να πάει για ύφανση.

Η κουλούρα που είχε γίνει η κλωστή στο τ(υ)λιγάδι έπρεπε να τυλιχτεί στα μασούρια. Έμπαινε λοιπόν στην ανέμηπου μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζευόταν με την βοήθεια τις τσικρίκας σταμασούρια.

Η τσικρίκα ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό.Τα μασούρια ήταν μικρά κυλινδρικά καλάμια περίπου 15 εκατοστά που ήταν τρύπια κατά μήκος.






     Αργαλείος          (πατήστε στο link για περισσότερες πληροφορίες) 








Βαφή του νήματος
Η προεργασία συνεχιζόταν με το βάψιμο του νήματος σε καζάνι ( που το έιχαν μόνο για αυτό το σκοπό ), μέσα στο οποίο έβραζαν οι φυτικές ίνες οι οποίες ήταν κατάλληλες για να δώσουν το χρώμα που ήθελαν να έχει το υφαντό. Τα μυστικά αυτής της βαφής τα γνώριζαν οι οι ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες και τα μετέδιδαν στις νεώτερές τους. Έτσι, το μαύρο χρώμα γινόταν με τις φλούδες του σκλήθρου. Το γαλάζιο με ρίζες από λάπατα. Το καφέ με χλωρά καρυδόφλουδα ή κρεμμυδόφλουδα ή την καπνιά του φούρνου. Το μπλέ με λουλάκι. Το κίτρινο με κρεμμυδόφυλλα ή ή φλούδες αγριοαχλαδιά ή μουριάς. Το μπεζ με φλούδες από καρύδι και λίγο ξύλο κορομηλιά ή βελανίδια . Το μελί με κρεμμυδόφυλλα και το πράσινο με τη μολόχα. Για τη βαφή όπως είπαμε χρησιμοποιούσαν το πρώτο νερό που έπλυναν το μαλλί (ρύπος).
Τα νήματα στη συνέχεια υφαίνονται στον αργαλειό και γίνονται σε  χαλιά, μπάντεςκιλίμια και τρόκνιες.
Ονομασίες όπως «μόρκος, μινάδινα, βελγιώτικο, ήλιοι, πυκνή τριανταφυλλιά, αλυσίδα, ρόκα, τριανταφυλιές, αγγελάκι, βοσκοπούλα, χορός των Μουσών, η νύφη και το άρμα του ήλιου, ζαρκάδι, λιοντάρι, κρικέλα, το μοναστηράκι», κ.α. χαρακτηρίζουν τα συνήθη θέματα των υφαντών.
Στον αργαλειό γίνονται επίσης και οι κουρελούδες. Τα παλιά ρούχα δηλαδή τα κόβουν σε στενές λωρίδες, τα κάνουν κουβάρια και τα υφαίνουν. Ανάλογα με τα χρώματα των ρούχων φτιάχνουν διάφορα σχέδια στις κουρελούδες.

Ενδεικτικά φωτογραφίες από σχέδια υφαντών της Βόρειας Ορεινής Χαλκιδικής :

1 comments:

Κλαυδία είπε...

Πως μπορεί κανείς να αποκτήσει σχέδια των εκπληκτικών υφαντών ;;;Γίνεται μία προσπάθεια δημιουργίας κεντημάτων, με έμπνευση από τα παλαιά σχέδια υφαντών κλπ...