Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η παλαιοχωρινή γλώσσα είναι ντόπια χωρίς σημαντικές επιρροές από αλλού, γιατί ο πληθυσμός ήταν και παρέμεινε κατά βάση ντόπιος. Η πιο σημαντική επιρροή υπήρξε  επί Τουρκοκρατίας. Η ομιλία μας είναι λιτή με πλούσιο όμως λεξιλόγιο και λέξεις που κυριολεκτούν. Πολλές έχουν ρίζες αρχαίας ελληνικής γλώσσας η λατινικής και υπάρχουν πάρα πολλοί ιδιωματισμοί.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Παλαιοχωρινού γλωσσικού ιδιώματος είναι τα εξής:
Ο άτονος φθόγγος (ι) όταν είναι στην κατάληξη μιας λέξης αποβάλλεται και μπαίνει απόστροφος και το τελευταίο σύμφωνο προφέρεται «παχύ» :
Σπίτι --> σπίτ΄, καράβι --> καράβ΄ κλπ.
Οι άτονοι φθόγγοι (ε) και (ο) παθαίνουν κώφωση και μετατρέπονται σε (ι) και σε (ου) :
σήμερα --> σήμιρα, κόσμος --> κόσμους
Το αρσενικό άρθρο γίνεται συχνότερα (ι) :
ο Γιάννης --> ι Γιάνν΄ς, ο Μήτσος --> ι Μήτσιους.
Τα θηλυκά ονόματα εμφανίζονται συχνά σαν ουδετερόμορφα :
Η Μαρία --> του Μαριώ
Οι φθόγγοι (λ) και (ν) μπροστά από τους φθόγγους (ε) και (ο) που έχουν πάθει κώφωση, προφέρονται παχιά :
νιρό, λιβέντ΄ς κλπ.
Το (ν) του άρθρου συνεκφωνείται με το φωνήεν της επόμενης λέξης :
Την ουρά --> τ’ νουρά, τον ουντά --> το νουντά,
και μετατρέπεται σε (μ) μπροστά από το (π):
Τον πατέρα --> του μπατέρα,
και σε (γ) μπροστά από το (κ) :
Τον καιρό --> του γκιρό
Ο άτονος φθόγγος (ι, υ, οι, ει, η) συχνά αποβάλλεται :
Το σκυλί --> του σκ΄λι, σηκώνεται --> σ΄κώνιτι κλπ.
Επίσης αποβάλλεται και ο άτονος φθόγγος ου :
Το πουλί --> του π΄λι
Μερικές φορές ο φθόγγος (κ) μετατρέπεται σε (χ) :
Κοιτάζει --> χ΄τάζ΄
Για την πιστότερη φωνητική απόδοση, συχνά, αντί για το συνδυασμό των φωνηέντων (αυ και ευ) χρησιμοποιούμε φωνήεντα και σύμφωνα μαζί (αφ και αβ) (ιφ και ιβ) :
Δευτέρα --> Διφτέρα, κλαδευτήρια --> κλαδιφτήρια, ζευγάς --> ζιβγάς, αυτί --> ΄φτι.
Ο αρχαϊσμός : Λέξεις με ρίζα από την αρχαία ελληνική γλώσσα όπως:
εισβαίνω --> σιβαίνου, απολογούμαι --> απλουϊούμι, συνδαυλίζω --> ζνταυλίζου , μήρες  --> κομμάτια κρέατος
Υπάρχουν και αρκετές τούρκικες λέξεις όπως :
μπουνταλάς = βλάκας, ουμούτ΄ = ελπίδα, μπιρικιάτ’ = ευτυχώς
Γλωσσάρι
αγκλιέφαρους = μέτωπο
αγκούτκας = το πίσω μρος του κεφαλιού
αγιόσμους = δυόσμο
αγριντιά = δοκάρι πιτιού
άϊντε μπακαλούμ για να δούμε τι θα κάνουμε
ανιγρώνου = ανακινώ κάτι, παρακινώ
αντί = ξύλο που μαζεύουν το νήμα στον αργαλειό
αλαφιάτ΄ς = είδος φιδιού όχι δηλητηριώ-δες
αλ΄τσιάς = πέταλο
αξαμώνου = προκαλώ
απόπατους = αποχωρητήριο
ατζιάκ΄ = τζάκι
απλουϊούμι = αποκρίνομαι
απουλιάνα = ανοιχτό μέρος, πλατεία
απουλνώ = αμολώ
απόλ΄κι = σχόλασε
αραθυμιά = πεθυμιά
αργαζιάρ΄κου = θυμωσιάρικο
αργάζου = νευριάζω
αρνίθα = κότα
άσουγους = αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, ανάποδος
ασουγάδα = ζημιά
απόστασα – απόκαμα = κουράστηκα
αυγατίζου = διευρύνω, πολλαπλασιάζω
αργάζου = εκνευρίζω, κάνω να ζηλεύει
αφκριούμι = αφουγκράζομαι
αχούρ’ = στάβλος, αποθήκη
βασταγαριά = μακρύ ξύλο με διχάλα στη μία άκρη (στήριζε το βάρος του φορτίου του ζώου από τη μία μεριά)
βελέντζα = χοντρό μάλλινο υφαντό για σκέπασμα
βίζιτα = επίσκεψη
βίραγγας = βαθιά γούρνα με νερό
βιρέ = πλαγιαστά
β΄νιά = κοπριά αγελάδας
βούζα = κοιλιά
βούρ = εμπρός, είδος κρυφτού
βουρβουλακιάζου = πληθαίνω
βραντανίζου = βρίζω εκφράζομαι θυμωμένα
γανάδα = οξείδωση χαλκού, μεγάλος κόπος
γανιάζω = παιδεύομαι
γιουρ΄ντώ-γιούρ΄τσαν = ορμώ - όρμησαν
γκαβαλίνα = κοπριά αλόγου
γκαλιγκότσ’ = φόρτωμα στην πλάτη
γκιβιντώ = κουτσομπολεύω, κατηγορώ
γκιούμ’ = δοχείο υγρών
γκ΄ντίνα = σπρώξιμο
γκουργκλιά = γουλιά
γκουρτζιέλ’ = μικρό γουρουνόπουλο
γκούσια = καρύδι του λαιμού
γκουστέρα = σαύρα
γρέκ΄ = τόπος διανυκτέρευσης τσομπάνων
γρίζου = μαύρο μάλλινο ύφασμα του αργαλειού
διασίδ΄ = τα νήματα, το υφάδι του αργα-λειού
δουράκ΄νου = ροδάκινο
δόχ΄ = κατάλληλη θέση για τον κυνηγό
ζαμακώνου = κτυπώ ξαφνικά
ζαρίφ’κους = αδύνατος
ζαμπούνικους = αδύνατος
ζ΄βακώνουμι = ζεσταίνομαι
ζ΄βάνα = πήλινο δοχείο με μεγάλο στόμιο
ζίγρια = πολύ πυκνό δάσος
ζ΄νάρ’ = ζωνάρι, ζώνη
ζ΄νταυλώ = συνδαυλίζω τη φωτιά
ζ΄ντράνι = πράγμα, περιφρονητική λέξη
ζιούνα = το αγκαθωτό περίβλημα του καρπού της καστανιάς
ζούρ΄σι κάτσι = κάθισε (επιτακτικά)
θρασκιάς = ΒΔ άνεμος (βαρδάρης)
ίγκλα = το λουρί που στερεώνει το σαμάρι στην πλάτη του ζώου περνώντας από την κοιλιά του
ιλιάτσ΄ = φάρμακο
ίσκνα = η ίσκα που ανάβουν οι μελισσοκόμοι να ζαλίζουν με καπνό τις μέλισσες
κάδη = ξύλινο δοχείο
κακουτσούμπαλους = κακοσχηματισμένος
καλπουζανιά = τεμπελιά, απατεωνιά
καλπίνα = τεμπέλης, κάλπικος
καμάδα μας = αλίμονο
κάμαρη = δωμάτιο
κάνουρ΄ = κλωστή μάλλινη που υφαίνουν
καντήλιασα = νύσταξα
καράπ’ = κεφάλι χωρίς μαλλιά
καρδαμουμένους = γεροδεμένος
καρ΄καλιάζου = παγώνω
κάρκαλου = σκληρό, παγωμένο
καρτιρώ = περιμένω
κατασταλαή = κατακάθι της στάχτης
κάτσιακας = πετρώδες έδαφος
κλουκουτώ = ανακατεύω ένα υγρό μέσα σε δοχείο
κ΄μασ’ = στάβλος γουρουνιού
κουικμάτσ΄ = το πρώτο γάλα των ζώων μόλις γεννήσουν
κουλιγιά = συντροφιά, συνεργασία
κούλ΄να = κλείσε
κουλόβιου = μπλούζα
κουλουκούρ’ = τυλιγμένο, τσαλακωμένο
κουντό = πουκάμισο με μανίκια 3/4
κουπαράν΄ = γυναικείο χοντρό πανωφόρι
κουρμπάν’ = προσφορά - θυσία
κουσιάφια = βραστά δαμάσκηνα
κουτώ = τολμώ
κουφ΄νίδα = μεγάλο κοφίνι, τεμπέλα
κούχτιου = φάντασμα
κουρφάρ’ = το ψηλότερο σημείο
κουτσφάρ’ = καχεκτικό
κρατούνα = κολοκύθα, κρανίο
κράτσ΄να = τσάπη
κρένου = μιλώ
κρίνα = τενεκεδένιο κουτί (για καφέ, ζάχαρη)
κ΄τσιούπα = ρίζα ξύλου
λαϊάζου = ζαρώνω
λάκκους = ποτάμι
λαμνός = φλόγα με καπνό
λαμνί = σωρός (σιταριού-χιονιού)
λατανίζου = ταρακουνώ, ταλαιπωρώ
λιμ’κιάρ’ς = ασθενικός, αδύνατος
λίμπα = σοκολατιέρα
λουβ΄διά = χορταρικό στις άκρες των χωραφιών κατάλληλο για πίτα
λουβίδια = φασολάκια λιασμένα
λουζ΄βό = καχεκτικό
μαγάρα = μόλυνση, έρπητας
μαγκούρα = μπαστούνι
μαγκουσάρα = αυτή που γυρίζει, γύφτισα
μαλιμάτ΄ = πολυλογία
μανασούπ΄ = τέλεια εφαρμογή
μανταλίδ’ = τούβλο
μαστραπάς = κανάτα
ματζιούν’ = πρακτικό φάρμακο
μαχαλάς = γειτονιά
μιγντάν’ = ανοιχτό μέρος
μι πρέπ’ = μου ταιριάζει
μισάντρια = ντουλάπι για ψωμιά, μπουφές
μ΄λιούρ’ = γίδι 1,5-2 χρονών
μόρκους = είδος ξύλου που το κομμάτιαζαν μέσα στο νερό και έβαφαν τα ρούχα μαύρα
μουζάδις = πιτσιρίκια
μουκαϊτιά = ανεμελιά
μουλουμουτώ = μουρμουρίζω
μούρτζιους = μικρό μουλάρι άμαθο στη δουλειά, άβγαλτος
μπακράτσα = χάλκινο δοχείο με ημικυκλικό χερούλι
μπάλιους = άνθρωπος η ζώο με μια τούφα άσπρα μαλλιά
μπάμπαλα = σκουπίδια
μπαρμπαδούδια = ανθρωπάκια, μικρά ομοιώματα ανθρώπων
μπαρμπακά = αυλή με πολλές πέτρες
μπαταξής = ψεύτης
μπάτσιακας = βάτραχος
μπιρικιάτ’ = ευτυχώς
μπιλιτζίκια = βραχιόλια
μπισμπίσια = αποστραγγίδια από το πάχος του γουρουνιού
μπλιουκουτώ = βουτώ στο νερό
μπούζι = κρύο, παγωμένο
μπριάνα = ψάρι ποταμίσιο
μπρούσλιανους = αναρριχώμενο φυτό-κισσός
μπασιαρντώ = πετυχαίνω το στόχο
μπουμπότα = γλυκό από καλαμπόκι
μπρασκιάρ’κου = μικρόσωμο παιδί
μπρουμ΄τώ = πέφτω
νικούκουρδα = καθισμένος στα γόνατα
νιχουβουλιάζουμι = ανακατεύομαι κάτω απ΄τα σκεπάσματα
νταρίζου = δωρίζω δώρα στο γάμο
νταϊάτσα = κουράστηκα, βαρέθηκα (νταγιάντισα)
ντάϊμα = συχνά
ντουζιένια = τα ρούχα, τα κέφια
νταρνταγάνι = κατάξερο
ντούμπλις = χρυσαφικά
ντουμπλιέκ’ = μεγάλο κουδούνι
ντρουλάπ’ = ανεμοθύελλα
ντουζέν΄κου = εφαρμοστό
νουντάς = δωμάτιο
ντιπ = καθόλου
ντέτζιρ΄ς = κατσαρόλα
ξιούξ’ = ελαφρόμυαλος, κότα
ουκνά = κνα, κόκκινη βαφή μαλλιών
ουμούτ’ = ελπίδα
ουρτώνου = καταλαβαίνω, κόβει το μυαλό μου
παραματώ = περνώ κλωστές στα μιτάρια του αργαλειού
παρασόλ’ = ομπρέλα
παλαϊζου = περιπλανιέμαι
πανουγόμ΄ = δέμα πάνω στο σαμάρι του ζώου
παπαρώνου = χτυπώ από πίσω
παραδάγκαλου = εξόγκωμα
παρασόλ΄ = ομπρέλλα
παρτάλ’ = κουρέλι, παλιό ρούχο
παρτσιακλό = ελαφρόμυαλο
παστρεύου = καθαρίζω
πατώνου = ασπρίζω
πιδαράδις - έφηβοι
πιπιλιά = στάχτη
πισκέσ’ = δώρο
πλαστό = ψωμί
πλόχειρου = χούφτα
πλουκός = φράχτης
π΄νακουτή = μακρύ ξύλο με βαθουλωτές θέσεις που βάζαν τα ψωμιά να τα μεταφέρουν στο φούρνο
π΄λαλώ = τρέχω
προσκέφαλου = μαξιλάρι
πούλι = γραμματόσημο-χαρτόσημο
πουρτσιάδ΄ = τράγος αναπαραγωγής
προύφλιους = τσουλούφι
πυργιόβουλους = μικρό κομμάτι σκληρό σίδερο που χτυπάει την τσακμακόπετρα και βγάζει σπίθες
ράντα = τραπεζομάντηλο
ραχόν’ = μεγάλος λόφος
ριτ΄κός = καυγατζής
σαλάμ΄κους = σίγουρος, ολοκληρωμένος
σαματάς = φασαρία
σάματι = μήπως
σβαρνίζου = σέρνω
σιαπάν΄-σιακάτ΄ = πάνω-κάτω
σίβα = ασπρόμαυρος
σιλντίζου = τρίβω ώσπου να γυαλίσει
σιραμπένιου = μπλέ
σ΄μαλίζου = κάνω ελαφρό θόρυβο
σκανιάζου = εκνευρίζω
σκαρίζου = βόσκω τα γίδια τη νύχτα
σκάρφ’ = μικρό φυτό που η ρίζα του καταστρέφει τα δόντια
σκ΄νίζου = σκάβω με τη μούρη
σκούλους = το πίσω πλατύ μέρος του τσεκουριού
σκρέμπα = αναρριχώμενο φυτό με άσπρα λουλούδια
σκ΄τέλ’ = κόλλυβα
σκ΄φούνια = κάλτσες μάλλινες
σουκάκ’ = δρόμος, γειτονιά
σουμπρίζου = ερεθίζω το σκύλο να επιτεθεί
σουμπουρεύου = κουβεντιάζω να περνάει η ώρα
σουφράς = χαμηλό τραπέζι
σταλαχίζουμι = περιμένω με αγωνία
σταφνιάζου = ξαφνιάζω
στέκα = στάσου
στ’χειό = στοιχειό, φάντασμα
στριβάδ΄ = είδος χόρτου
συρτά = παντόφλες
συστήνουμι = ντρέπομαι
σφυντήλι = εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού
τάβλα = μικρό τραπεζάκι, υφαντό τραπεζομάντηλο
ταπεινώνου τ’ λάμπα = χαμηλώνω τη φλόγα της λάμπας
ταχιά = αύριο
τιμπισίρ΄ = κιμωλία
τιμπίχια = συμβουλές
τζιάλιακα = εντόσθια ζώων
τ΄λουπάν’ = κεφαλομάντηλο πρόχειρο
του μπ΄λάλου = τρέχοντας
τούντζα = μεγάλο κουδούνι ζώου
τρακάτσ’ = χερούλι πόρτας
τρίστα = νεροτριβή
τρικόπ’ = σβέρκος
τρόκνια = σάκκος που φορτώνεται η μητέρα το μωρό
τρουβαδιάζου = γεμίζω τον ντρουβά τρόφιμα
τσάκνα = ψιλά κλαδιά δένδρου
τσαπάδ’ = μυτερό κλαδί που εξέχει
τζουγκράνα = χτένα
τσιακατώ = χτυπώ κάτι να σπάσει
τσιακμάκ’ = αναπτήρας
τσιασίτ’ = είδος
τσιάζου = επιθυμώ πάρα πολύ
τσιακμακώνου = τρε΄χω γρήγορα
τσιαμασιούρια = πολλά και διάφορα πράγματα
τσιανάκ’ = πιάτο
τσιάσκα = φλυτζάνα
τσίμ΄τους = τσιμουδιά τσιμ΄τίζου = κρυφομιλώ
τσ΄κάλ’ = τσουκάλι, κατσαρόλα μικρή
τσιμπέρ’= κεφαλομάντηλο γιορτινό
τσιούγκα = εξόγκωμα
τσιτσέλ’ = πολύ αλμυρό
τσιουλνάρ’ = βρύση
τσιουμπλέκια = διάφορα δοχεία
τσόλια = κουρέλια
τσουράκια = σκουλαρίκια
χαβάς = σκοπός τραγουδιού
χαντάκ’ = βαθιά λακούβα
φιδούλα = φραντζόλα ψωμί
φ΄κάρ’ = τσόφλι από ξερά φασόλια
φουρκαλ΄νώ = σκουπίζω με τη σκούπα φουρκάλι = σκούπα
φουρκί = πιθαμή
φταζμίτ΄κου = εφτάζυμο ψωμί με μαγιά από ρεβύθια
φτινάδ΄ = μικρό ψωμί, λεπτό
χαϊβάν’ = κουτός, ζώο, βλάκας
χαλιαχούτ’ς = ανόητος
χαλιπώνω = χαμηλώνω, μαλακώνω (από το χαλεπός)
χαμ΄λά = χαμηλά
χαρκόλακκας = μικρός λάκκος με πέτρες από δώ κι από κει για να ανάβουν φωτιά
χασ΄μούσια = μικρογλυκίσματα
χλιαπακώνου = τρώω με το κουτάλι γρήγορα
χ΄λιάρας = χαϊβάνι
χ΄λιάρ’ = κουτάλι
χ΄λιαροθήκα = κουταλοθήκη
χ΄νιέρ’ = χουνέρι
χόβ’ = φορά
χουλ’νώ = θυμώνω
χουλιασμένους = θυμωμένος
χούϊ = συνήθεια
χουχ΄λακ΄στός = αχνιστός
χουχουτώ = γιουχάρω