Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

του Αντώνη Γκλίνου*

«ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ Η ΓΟΡΓΟΕΠΙΚΟΟΣ ΒΡΕΦΟΚΡΑΤΟΥΣΑ ΜΗΤΕΡ Η ΦΟΒΕΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟ ΠΥΡ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΟΥ ΦΛΕΓΕΙ ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ 1563 ΟΤΑΝ ΕΚΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΟΥ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ».
Ο ευλαβής προσκυνητής που θέλει να επισκεφθεί τις Ιερές Μονές της δυτικής πλευράς του Αγίου Όρους πρέπει υποχρεωτικά να σταθμεύσει στην Ουρανούπολη.
Ο μεγαλοπρεπής βυζαντινός πύργος αυτής της πολίχνης τον προδιαθέτει νοερά και τον εισάγει, ως πρώτη εικόνα, στο τι μπορούν να ειδούν και να απολαύσουν τα μάτια του μπαίνοντας μέσα στο χώρο της χιλιόχρονης Αθωνικής πολιτείας. Τα είκοσι μοναστήρια, οι σκήτες και τα πολλά κελιά των μοναχών που την αποτελούν, είναι διάσπαρτα μέσα σε αυτή την καταπράσινη ευλογημένη χερσόνησο. Μερικά μέτρα πιο κει από τον Πύργο αρχίζει ο λιμενοβραχίονας που οδηγεί στην αποβάθρα. Από εκεί φεύγει κάθε πρωί το καράβι για το Αγιον Όρος.
Ο εντελώς απληροφόρητος δηλαδή, αυτός που επισκέπτεται για πρώτη φορά τον ιερό χώρο, θα διαπιστώσει ότι μόνον άνδρες επιτρέπεται να ταξιδέψουν. Και τούτο γιατί υπάρχει το άβατο του χώρου που είναι αφιερωμένος στην κυρία των Αγγέλων, την Υπεραγία Θεοτόκο. Με του καραβιού το ξεκίνημα νιώθεις ότι η ψυχή σου ανήκει πλέον στα χέρια της συμπονετικής Μητέρας του Θεού αφού, υπό την σκέπην της, συνεχίζει, εδώ και χίλια χρόνια, να προστατεύει και να καθαγιάζει όσους έχουν το ακριβό προνόμιο να κατοικούν σ΄ αυτό το παραδεισένιο, εύοσμο πνευματικό περιβόλι.
Διασχίζοντας το καράβι τα νερά της γαλάζιας θάλασσας που τις πιο πολλές φορές είναι γαλήνια, σου δίνει την ευχαρίστηση να αγναντεύεις την αδιάφθορη φύση των καλλίγραμμων δασωμένων λόφων. Ο επιβάτης έχει αυτή την ευκαιρία της οπτικής απόλαυσης γιατί λίγη είναι η απόσταση μεταξύ καραβιού, θάλασσας και ακτής.
Πράγματι είναι ανυπέρβλητη η ομορφιά του μαγευτικού τοπίου. Πολλοί από τους επιβάτες πετάνε ψωμιά για τα πεινασμένα γλαρόπουλα. Εκείνα γυροφέρνουν το πλοίο και όταν έχουν τέτοια τύχη για τροφή βουτάνε σαν τρελά με θορυβώδεις κραυγές στο νερό και καταβροχθίζουν με λαιμαργία τον μουλιασμένο άρτο. Δεν είναι λίγες οι φορές που το καράβι το συνοδεύουν δελφίνια. Βγαίνουν και μπαίνουν στο νερό με επιδέξια άλματα κολυμπώντας και αυτά κατά μήκος του καραβιού συναγωνιζόμενα την ταχύτητα των ντιζελομηχανών του. Χίλια μεθυστικά αρώματα στέλνει ο καθαρός αέρας στην όσφρηση των επιβατών από τη διπλανή δασωμένη Αγιονορίτικη πανέμορφη γη. Μετά από αρκετά μίλια ευχάριστης διαδρομής γίνεται η πρώτη στάση στη Γιοβάντσα που είναι το επίνειο της σερβικής Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Η δεύτερη από τις στάσεις είναι εκείνη της Βουλγαρικής Ιεράς Μονής Ζωγράφου και η Τρίτη κατά σειρά της Ι.Μ. Κωσταμονίτου.
Ξεκινώντας το πλοίο και ύστερα, από λίγο χρονικό διάστημα, αντικρίζουμε την Ιερά Μονή Δοχειαρίου που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις παρυφές μιας πυκνόφυτης λοφοσειράς.
Όσο πλησιάζουμε για να πιάσει σκάλα το καράβι στην προβλήτα του, τόσο δεν χορταίνουμε να χαιρόμαστε το υπέροχο θέαμα που βλέπουμε μπροστά μας. Το Δοχειάρι δεν είναι μεγάλο μοναστήρι. Στο σύνολό του όμως είναι ένα μοναδικό πολύμορφο αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Όμοιο με πολύτιμο κόσμημα περίτεχνα δουλεμένο με απλά οικοδομικά υλικά. Όταν το περιεργάζεσαι μελετώντας τις φόρμες του σε αιχμαλωτίζει και σε κάνει να νιώθεις μέσα σου τη σαγηνευτική ευτυχία που σου προσφέρει η καταπληκτική αρμονία της εκφραστικής του μεγαλοπρέπειας. Εκεί μέσα οι πατέρες της μονής προσεύχονται και εργάζονται ημέρα και νύχτα. Η ζωή περνάει όπως ακριβώς το αναφέρει ο Μέγας Αθανάσιος. «Ην ουν εν τοις όρεσι τα μοναστήρια ως σκηναί πεπληρωμέναι θείων χορών, ψαλλόντων, φιλολογούντων, νηστευόντων, ευχομένων επί τη των μελλόντων ελπίδι και εργαζομένων εις το ποιείν ελεημοσύνας, αγάπην τε και συμφωνίαν εχόντων εις αλλήλους».
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που παρέλαβε το μοναστήρι η συνοδεία των νέων μοναχών με καθηγούμενο τον Γέροντα Γρηγόριο. Οι πατέρες όταν αφήχθησαν για να εγκατασταθούν βρήκαν τα κτίρια της μονής σε οικτρή κατάσταση. Σχεδόν ερείπια.
Οι λιγοστοί υπέργηροι Δοχειαρίτες μοναχοί που είχαν απομείνει εκείνη την περίοδο ελάχιστα μπορούσαν να προσφέρουν.
Η νέα συνοδεία που ανέλαβε την αρχή και εγκατεστάθη μόνιμα στο Δοχειάρι προερχόταν από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Προυσσιώτισας Ευρυτανίας. Με επικεφαλής τον Καθηγούμενο κ. Γρηγόριο πραγματοποιήθηκαν σπουδαίες πρόοδοι σε ό,τι αφορά την συντήρηση των κτηρίων. Νέοι μοναχοί με πολύ κουράγιο και μεγάλη πίστη καθημερινά καταβάλουν ένα αγώνα πέρα από το μέτρο για να αναστηλώσουν το μοναστήρι και να το σώσουν από την κατάρρευση. Η προσωπική τους εργασία σε όλες τις οικοδομικές εργασίες συντήρησης είναι πάρα πολύ σημαντική και ανεκτίμητη. Με εμπνευστή και εμψυχωτή τον πνευματικό τους Πατέρα και με τη σιωπηλή δύναμη του παραδείγματος του έχουν πραγματοποιηθεί παρά πολλές από τις επείγουσες αναστηλωτικές εργασίες σε αυτό το μοναστήρι. Ο πειθαρχημένος προγραμματισμός και η ιεράρχηση των εργασιών που εκτελούνται έφεραν θαυμάσια αποτελέσματα. Η Ιερά Μονή άλλαξε όψη και από θλιβερό ερείπιο που ήταν εξωτερικά και εσωτερικά έγινε αγνώριστη χάρις στον ιδρώτα και τη φιλοπονία των πατέρων. Εδώ παντού κυριαρχεί η καθαριότητα και η τάξη μέσα και έξω. Η καλλιέργεια των αγρών και των περιβολιών είναι υποδειγματική. Στο Δοχειάρι το προσεύχεσθε και εργάζεσθε ζει στη θεωρία και στην πράξη.
Τάμα και διακαής πόθος του Γέροντα Γρηγορίου από την ημέρα που εγκαταστάθηκε σε αυτόν τον καθαγιασμένο τόπο ήταν να ψάξει να βρει, να συντηρήσει και να αποκαταστήσει την αρχαία εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, το στήριγμα και ελπίδα της μονής. Αυτή είναι η προστάτιδα και η Αγία Σκέπη εκατομμυρίων Ορθοδόξων χριστιανών πιστών εδώ και πέντε αιώνες από τότε που έγινε το μεγάλο θαύμα της χάρης της. Η παράδοση μας λέει, ότι μετά το κτίσιμο της Ιεράς Μονής, κάποιος μοναχός ονόματι Νείλος, είχε κακή συνήθεια να τοποθετεί την αναμμένη δάδα του ακριβώς κάτω από το κεφάλι της εικόνας της Παναγίας. Ένα βράδυ άκουσε τη φωνή της Θεομήτορος να του λέγει «Νείλε, γιατί μαυρίζεις το πρόσωπο μου; Δεν γνωρίζεις ότι εγώ είμαι η Μητέρα του Θεού η Γοργοεπίκοος;». Ο μοναχός, από τη στιγμή που άκουσε τη φωνή της παρθένου Μαρίας, τυφλώθηκε. Ξαναβρήκε το φως του ακριβώς μετά από ένα χρόνο. Η Γοργοϋπήκοος από τότε άρχισε να κάνει άπειρα θαύματα σε όσους από τους πιστούς χριστιανούς επικαλούνται τη βοήθεια της. Αυτή είναι και η αιτία που προς τιμήν της Γοργοεπικόου έχουν κτιστεί πολλά μοναστήρια και ναοί σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο. Ένας ρώσος προσκυνητής, όταν επισκέφτηκε το παρεκκλήσιο που εργαζόμουν στη συντήρηση της τοιχογραφίας της Παναγίας, μου είπε με σπαστά Ελληνικά, ότι όλες οι προσευχές των ορθοδόξων ρώσων πιστών χριστιανών, στην Γοργοεπίκοο αποτίνονταν για να καταρεύσει το άθεο καθεστώς που επί εβδομήντα χρόνια κυριάρχησε πάνω στον παραδοσιακά ευσεβή ρωσικό λαό.
Μέχρι τη στιγμή που έγινε το εγχείρημα της ανεύρεσης της πραγματικής εικόνας, ελάχιστες πληροφορίες μας ήταν γνωστές. Η μόνη προφορική μαρτυρία που έχει διασωθεί δια μέσου του στόματος των Δοχειαριτών πατέρων είναι ότι: οι Ρώσοι ευσεβείς μοναχοί δώρισαν το θαυμασίας τέχνης ασημένιο πουκάμισο κατά το σωτήριο έτος του 1872. Μάλιστα, η παράδοση μας λέει πως αυτό το υπέροχο ρωσικό αφιέρωμα το κουβάλησε στην πλάτη του ένας ρώσος μοναχός από την Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μέχρι το Δοχειάρι πεζός γιατί το είχε κάνει τάμα στην Παναγία. Από την τοποθέτηση του πουκάμισου και ύστερα, κανείς δεν γνώριζε τι υπήρχε πίσω από αυτό το περικαλές φορητό εικόνισμα της Παρθένου που είναι κατάφορτο από αμέτρητα τάματα κρεμασμένα μέσα από το προστατευτικό κρύσταλλο αλλά και έξω από αυτό, αφιερώματα των ευεργετημένων πιστών.
Χάρις στην ευγενική πρωτοβουλία του Καθηγουμένου κ. Γρηγορίου εναρμονισμένη με το ευρύτερο αναστηλωτικό πρόγραμμα και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχαιολογικές αρχές εκλήθην να εκτελέσω το προγραμματισμένο, εδώ και αρκετά χρόνια, έργο.
Μετά από προσεκτική μελέτη διαπίστωσα ότι: τα κεφάλια, τα χέρια και τα πόδια του Χριστού και της Παναγίας ήταν ζωγραφισμένα πάνω σε μουσαμά.
Οι μορφές είχαν υποστεί αλλοιώσεις και φθορές από το χρόνο, την αιθάλη των κεριών, του θυμιάματος και των καντηλιών. Μη γνωρίζοντας τι μπορούσε να συμβεί εάν άγγιζα αυτές τις φθαρμένες ύλες της ζωγραφικής, αναγκάστηκα να κάνω αντίγραφα. Και τούτο έγινε για λόγους ασφαλείας γιατί είχα να κάνω με μια προσκυνηματική και θαυματουργό εικόνα. Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσίαζαν τα δύο κεφάλια που ο μουσαμάς τους ήταν σε κατάσταση τελείας αποσύνθεσης. Πρωτοστατούντος του Αγ. Καθηγουμένου με δεήσεις και προσευχές προς την Θεοτόκον οι πατέρες της μονής ξεκρέμασαν πρώτα τις κανδήλες. Κατόπιν την μεγάλου μεγέθους ξυλόγλυπτη κορνίζα, τα εξωτερικά αφιερώματα, το προστατευτικό κρύσταλλο, και τα εσωτερικά του κρυστάλλου τάματα.
Η μεγάλη στιγμή της έκπληξης ήταν όταν βγάλαμε το ασημένιο πουκάμισο. Μέσα στην ημικυκλική εσοχή του τοίχου βρήκαμε καρφωμένη μια εικόνα της Παναγίας που ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε μουσαμά με χρονολογία ιστόρησής της το σωτήριον έτος 1831. Οι κεφαλές του Χριστού και της Παναγίας αυτής της εικόνας είχαν κοπεί και αφαιρεθεί, και στη θέση τους είχαν κολληθεί στον τοίχο άλλα κεφάλια ζωγραφισμένα σε μουσαμά σύμφωνα με την κλασική ρωσική αναγεννησιακή τέχνη. Ο μουσαμάς τους είχε καταντήσει τόσο εύθραυστος και ξερός που με το πρώτο άγγιγμα γινόταν μικρά θρύψαλα. Έπρεπε πάση θυσία να τα σώσω, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλοι γνώριζαν τη θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπικόου με αυτές τις μορφές. Έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια να τις αποκολλήσω από τον τοίχο χωρίς να χρησιμοποιήσω οποιοδήποτε υγρό γιατί θα τους προξενούσα ανεπανόρθωτες καταστροφές και αλλοιώσεις. Με το νυστέρι σιγά σιγά απελευθέρωσα και αφαίρεσα τις μορφές από το ξερό και σκληρό κολοφώνιο που με αυτό είχαν κολληθεί στον τοίχο.
Φρόντισα για την ασφαλή φύλαξή τους για να τις συντηρήσω όταν θα ερχόταν η ώρα τους. Αφού φωτογραφήθηκαν όλες οι φάσεις του εγχειρήματος προχώρησα στο ξεκάρφωμα της, χωρίς κεφάλια, μουσαμαδένιας εικόνας. Προτού την απομακρύνω από τη θέση της, έβγαλα πάνω σε χαρτί του μέτρου ακριβές πατρόν για να μπορέσω να βρω εύκολα τη θέση που είχαν αρχικά τα χέρια και τα πόδια, ώστε να εφαρμόζουν τέλεια στο ασημένιο πουκάμισο στη νέα του θέση.
Αφαιρώντας το μουσαμά η έκπληξή μας ήταν μεγάλη. Μια τοιχογραφία (ζωγραφισμένη σε νωπό σουβά) που εικονίζει την βρεφοκρατούσα Παναγία, μεγαλύτερη σε μήκος από το μέγεθος του πουκάμισου, μαυρισμένη και με κολλημένες πάνω της χίλιες δυο ξένες ύλες, όπως σταξίματα κεριών πολλά (μικρού και μεγάλου μεγέθους), πιτσιλίσματα ασβεστοκονιαμάτων… Στα κεφάλια του Χριστού και της Παναγίας που εκεί πάνω είχαν κολληθεί οι ρωσικές (αναγεννησιακής τεχνοτροπίας) κεφαλές, δύσκολα ξεχώριζες κάποιο ίχνος προσώπων από αυτά γιατί ήταν παστωμένα από την ξερή ύλη του κολοφώνιου και τις μεγάλες ποσότητες κεριού. Είναι οφθαλμοφανές ότι αυτοί που τοποθέτησαν το 1872 το πουκάμισο (ελλείψει άλλου μέσου συγκόλλησης) αρχικά προσπάθησαν να κολλήσουν ανεπιτυχώς τα ένθετα κεφάλια με καυτό κερί. Αυτή τους η ενέργεια είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσει η τοιχογραφία με πάρα πολλά κεροσταξίματα, όχι μόνο στα σημεία που ήθελαν να κολλήσουν αλλά και σε ολόκληρη την επιφάνεια της εικόνας. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν καυτό κολοφώνιο. Εξ αιτίας αυτού έχουν υποστεί αποφλοιώσεις οι επιφάνειες των προσώπων της τοιχογραφίας.
Με την πρώτη ματιά τα πρόσωπα έδιναν την εντύπωση ότι από κάτω δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα από τη μεγάλη ποσότητα συσσώρευσης των ξένων υλών. Υπενθυμίζω εδώ, ότι η Γοργοεπίκοος είναι ζωγραφισμένη μέσα σε μια ημικυκλική επίπεδη κόγχη που το βάθος της δεν ξεπερνάει τα 18 εκατοστά. Δεξιά και αριστερά της τοιχογραφίας έχουν δημιουργηθεί δύο ρωγμές από σεισμό, τις οποίες έκλεισα με στόκο (Gesso). Στο εσωτερικό του τοίχου και ακριβώς κάτω από τα κεφάλια της εικόνας υπάρχει σε οριζόντια θέση ξύλο (προφανώς καστανιά) που δένει τη λιθοδομή. Στο σημείο αυτό η νωπογραφία κάνει κοιλιά και μέρος της προετοιμασίας του λασπώματος είχε αποκολληθεί. Εξ’ αιτίας αυτού υπήρχαν ορισμένα κενά τα οποία γέμισα με ενέσεις που έκανα με παχύρευστο υλικό από αδρανές ασβέστη. Για τον καθαρισμό των προσώπων από το κολοφώνιο χρησιμοποίησα λευκό οινόπνευμα αφού πρώτα έβγαλα μεγάλο μέρος από αυτό με μηχανικό τρόπο.
Τα πολλά κεροσταξίματα και τα πιτσιλίσματα των ασβεστοκονιαμάτων τα αφαίρεσα βοηθούμενος από ένα μικρού μεγέθους σουγιά και από μεγεθυντικό φακό. Τις πάρα πολλές τρύπες που είχαν δημιουργηθεί από τα καρφώματα της μουσαμαδένιας και χωρίς κεφάλια εικόνας τις έκλεισα ως εξής:
Αφού πρώτα έβρεξα με νερό το εσωτερικό των οπών με τη βοήθεια ενός μικρού πινέλου για να πιάσει το υλικό, ζύμωσα ένα μείγμα από λιθοπόνιο, συνθετική ρητίνη του primal και ψιλοκομμένα νήματα λινού υφάσματος και τις στοκάρισα. Συμπίεσα το στοκάρισμα με ένα λείο βότσαλο και έκανα (ρετούς) αισθητική αποκατάσταση για να μην υπάρξουν μεγάλες τονικές και χρωματικές διαφορές. Ο καθαρισμός της τοιχογραφίας έγινε πρώτα με μηχανικό τρόπο και μετά με αποσταγμένο νερό. Όπου ο ρύπος επέμενε να μη βγαίνει χρησιμοποίησα ένα μείγμα από δισανθρακικό νάτριο, δισανθρακικό αμμώνιο και παχύρευστη κόλλα μεθυλοκυτταρίνης. Αυτό το χημικό διάλυμα το άπλωσα με το πινέλο με πολύ φειδώ και σε ορισμένα σημεία.
Για να μην υπάρξουν μελλοντικές αλλοιώσεις ξέπλυνα με αποσταγμένο νερό πολλές φορές και σκούπισα σχολαστικά τις επιφάνειες με χαρτοβάμβακα. Όπου υπήρχε ανάγκη αισθητικής αποκατάστασης αυτή έγινε με το πινέλο της ακουαρέλας και με χρήση ειδικών χρωμάτων ματ τα οποία είναι εξαιρετικά γι’ αυτή την εργασία. Κίνδυνος απολεπίσεων δεν υπήρξε σε κανένα από τα μέρη της ζωγραφισμένης επιφάνειας. Μετά από όλες αυτές τις εργασίες είναι φανερή η διαφορά στα χρώματα των σαρκωμάτων μεταξύ του Ιησού Χριστού και της Παρθένου Μαρίας. Το πρόσωπο της Γοργοεπικόου είναι αρκετά μαυρισμένο από ρητίνη. Αυτό επαληθεύει την παράδοση δηλαδή την περίπτωση της κακής συνήθειας του πατρός Νείλου να τοποθετεί το φωτιστικό του δαδί κάτω ακριβώς από τη μορφή της Παναγίας. Με αυτή τη φανερή ένδειξη είναι πλέον αδιάψευστη η μαρτυρία αυτής της ιστορίας του 1663.
Δεν χρειάζονται άλλα τεκμήρια για να την πιστέψουμε. Σαν τέχνη των αρχών της μεταβυζαντινής έκφρασης, αυτή η τοιχογραφία είναι ένα λαμπρό δείγμα συνέχειας της μεγάλης και σπουδαίας παλαιολόγιας περιόδου. Είναι φανερό, ότι συνυπάρχει στην τεχνική ο απόηχος των χρωμάτων, του γραψίματος του σχεδίου, τα σαρκώματα των προσώπων και των άκρων των δύο θείων προσώπων, το αρμονικό τέλειο αποτέλεσμα της εκτέλεσης των ενδυμάτων.
Ο χρωματισμός τους είναι χάρμα οφθαλμών. Στα πρόσωπα ο χαρακτηριστικός αγιογράφος έχει ξεκινήσει με προπλασμό ώχρας. Τα ξανοίγματα και τις λαζούρες τις έχει κάνει με ανοικτοπράσινα και ωχροροδαλά χρώματα τα οποία είναι ευχάριστα στην όραση και δροσερά. Εκείνο που επισφραγίζει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης και τον αφανισμό μιας χιλιόχρονης και πλέον Αυτοκρατορίας (δηλαδή την υποδούλωση του γένους από τους Αγαρινούς) είναι το δείγμα της ανέχειας και του πένθους, ο μαύρος κάμπος της τοιχογραφίας, θλιβερό σημάδι μιας ολόκληρης περιόδου. Στα θεία πρόσωπα η ανημέρευτη θλίψη και η βαθιά μελαγχολία είναι διάχυτα δοσμένα με επιδεξιότητα. Ο εικονογράφος γνωρίζει, ότι η χαρμολύπη δεν κλείνει μέσα της μόνο τον Γολγοθά της Σταύρωσης αλλά και τη σιγουριά της Λαμπρής Ανάστασης. Φανερή είναι και η παιδική τρυφερότητα και η σοβαρότητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Είναι τόσο ωραία δοσμένη, που εναρμονίζεται θαυμάσια με το συμπονετικό και ανήσυχο βλέμμα της στοργικής μητέρας του θεού, Παρθένου Μαρίας. Με φόβο και δέος σφιχταγκαλιάζει το Θείο βρέφος αναλογιζόμενη τα Άγια και φρικτά πάθη που στο μέλλον περιμένουν τον Υιό της τον μονογενή.
Όλα αυτά τα συναισθήματα έχουν αποδοθεί από τον άγνωστο αγιογράφο με θαυμαστή τελειότητα. Το τρυφερό χέρι του μικρού Σωτήρα Χριστού συγχωρεί ευλογώντας τον αμαρτωλό κόσμο, με ζωγραφισμένη στην έκφραση του, τη Θεϊκή και Μακαρία Αγαθότητα και ευσπλαχνία.
Η Θεοσεβής ψυχή του θρήσκου καλλιτέχνη δημιουργού κατάφερε το ακατόρθωτο. Με γήινα χρώματα και με τον χρωστήρα του απέδωσε τέλεια αυτό που οραματίστηκε. Μπόρεσε με την πίστη του και τη μαστορική του ικανότητα να αποδώσει την αγιοπνευματική ακτινοβολία σε αυτό το νωπογραφημένο εικόνισμα της Θεομήτορος. Με πάρα πολύ απλά μέσα απέδωσε τον πλούτο και τη δόξα της ανεκτίμητης ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης που εδώ και χίλια χρόνια ζει, υπάρχει και μεγαλουργεί πνευματικά στο Αγιόνημο Όρος.
Η τοιχογραφημένη ιστόρηση της Παναγίας της Γοργοεπικόου έχει μια γενικότερη και βαθύτερη σημασία μέσα στη δύσκολη περίοδο της μεταβυζαντινής τέχνης. Η αποκάλυψη της παίρνει σήμερα μια ξεκάθαρα σημαντική θέση στην ιστορική της ύπαρξη και βοηθά στην επαλήθευση και επιβεβαίωση μιας ολότελα ζωντανής παράδοσης.
Πράγματι· το σταθερό χέρι του δημιουργού αυτής της θαυματουργικής νωπογραφίας μας ζωγράφισε κάτι το ξεχωριστό και υπέροχο.
Την ξεθάψαμε από τη λησμονιά και την παραγνώριση και, μετά τη συντήρηση, κάναμε να φανεί όλη η πνευματική ακτινοβολία της.
Έστω και αν οι ταλαιπωρίες που υπέστη, δια μέσου των αιώνων, έχουν αποφλοιώσει μέρος από τις επιφάνειες των δύο Θείων προσώπων που εικονίζει, ο μεταβυζαντινός αγιογράφος με αυτό του το έργο δείχνει, ότι ήταν σοφός και καλλιεργημένος άνθρωπος γνώστης της ζωγραφικής της παλαιολογίου εποχής και ιδιαίτερα της μακεδονικής σχολής.
* Το ανωτέρω κείμενο παρέλαβα, ταχυδρομικά, από τον Αντώνη Γκλίνο -μακρινός συγγενή μου και αδελφικό φίλος– τον Μάρτη του 1997 ήτοι ένα χρόνο πριν φύγει… Για όσους δεν τον γνώριζαν, υπήρξε ένας από τους γνωστούς Ζωγράφους – Αγιογράφους και, Συντηρητής έργων Τέχνης, βιβλίων –αυτός κλήθηκε να περισώσει και συντηρήσει τη μουσκεμένη βιβλιοθήκη του Κ.Κ.Ε. όταν, εκεί στον Περισσό, πνίγηκε από τα νερά…