Κυριακή 21 Απριλίου 2019


Χαρκόλακκος (ουσιαστικό): υπαίθρια αυτοσχέδια εστία για τοποθέτηση κυρίως καζανιών. Συνήθως σκαμμένος Λάκκος στο έδαφος με πέτρες δεξιά και αριστερά και στο κέντρο η φωτιά με τα κάρβουνα.
Από το "χάρκωμα" δλδ το χάλκινο αγγείο.
Έκφραση "άναψα φουτιά στον χαρκόλακκα προυΐ προυΐ για να πλύνω"

λάκκος < αρχαία ελληνική λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)

καζάνι < τουρκική kazan < οθωμανικά τουρκικά قزان < παλαιοτουρκικά kazgan
Μεγάλου μεγέθους μεταλλικό δοχείο τύπου χύτρας

-_-_-_-

Απομεινάρι της εποχής του Ζορμπά στο Παλαιοχώρι είναι ένα καζάνι που δόθηκε ως δώρο σε φίλο του.
Είναι φτιαγμένο από τον ίδιο όταν δούλευε ως βοηθός Σιδηρουργός και ως Γανωματής ...

Γανωματής, ο, ή γανωτής, ο: Ο επαγγελματίας στιλβωτής των μεταλλικών (χάλκινων κυρίως) αντικειμένων.
Γάνος-εος, το, είναι η στιλπνότης εκ του ρ. γανάω ή γανόω = γανώνω, στίλβω, λάμπω, απαστράπτω.
γανώνω < αρχαία ελληνική γανόω
γανόω < γάνος (λαμπρότητα, ευφροσύνη, χαρά)