Οι Βάρβαροι του Καζαντζακη & του Καβαφη

Οι βάρβαροι του Καζαντζάκη και οι βάρβαροι του Καβάφη: η νομαδικότητα ως στοιχείο ποιητικής
(ομιλία που εκφωνήθηκε από την κα Λένα Αραμπατζίδου Λέκτορα του ΑΠΘ στην Νέα Ελληνική Φιλολογία - 1 Απριλίου 2009 -  στο Κέντρο Ιστορίας Θεσ/νίκης, Μέγαρο Μπίλλη, στην εκδήλωση της διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη με τίτλο «Καζαντζάκης χωρίς σύνορα» και λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της να απευθύνεται στο ευρύ κοινό δεν έχει τη δομή ούτε διέπεται από τις αρχές μιας επιστημονικής εργασίας)
Ο τίτλος της εργασίας μου είναι: οι βάρβαροι του Καζαντζάκη και οι βάρβαροι τουΚαβάφη. Οι βάρβαροι είναι του Καζαντζάκη και του Καβάφη, τους ανήκουν, είναι δικοί τους. Τους έχουν οικειοποιηθεί, από τη στιγμή που τους έδωσαν τη δική τους φωνή. Γιατί οι βάρβαροι τόσο στον Καβάφη όσο και στον Καζαντζάκη αποκτούν τη δική τους, ιδιόκτητη φωνή. Η φωνή των βαρβάρων του Καβάφη είναι η σιωπή. Την γνωρίζουμε καλύτερα, επειδή ακούστηκε δυνατά μέσα από το ποίημά του «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το οποίο ας διαβάσουμε, για να το ξαναθυμηθούμε.
Οι βάρβαροι του καβαφικού ποιήματος επιβάλλουν την παρουσία τους μέσα από την απουσία. Δεν εμφανίζονται ποτέ στο ποίημα, είναι όμως διαρκώς παρόντες. Οι βάρβαροι δεν ακούγονται καθόλου μέσα στο ποίημα, αρθρώνουν όμως λόγο. Είναι ένας λόγος απουσίας, όχι παρουσίας. Η φωνή τους είναι η σιωπή, και στη σιωπή τους ελλοχεύει μια κραυγή: η κραυγή αγωνίας της αυτοκρατορίας, η κραυγή απόγνωσης της αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία κουρασμένη, εξασθενημένη, εξαντλημένη, ανίκανη για οποιαδήποτε δράση, βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης. Η διάβρωση έχει εξαπλωθεί τόσο ανεπανόρθωτα μέσα στον οργανισμό της (στους δικαστές, στους νομοθέτες, στους κυβερνήτες) που είναι αδύναμη πια να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Η μόνη υπόσχεση δύναμης μπορεί να προέλθει απέξω, έστω κι αν αυτό σημαίνει την κατάκτησή της. Η αυτοκρατορία περιμένει τους κατακτητές της και απογοητεύεται, όταν αυτοί δεν έρχονται. Όταν η επώδυνη πρακτική της κατάκτησης τρέπεται σε προσδοκία, όταν η κατάκτηση θεωρείται λύτρωση, τότε βρισκόμαστε σε στάδιο προϊούσας κατάρρευσης. Αυτή η κατάπτωση συνοψίζει το νόημα της παρακμής. Η «παρακμή», περισσότερο γνωστή ως decadence σήμερα έχει αναχθεί σε έννοια αχρονική. Στο τέλος όμως του 19ου αι. είχε συγκεκριμένη σημασία: decadence ονομάστηκε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό κίνημα, το οποίο διαλέχθηκε με την έννοια της φθοράς και πραγματεύτηκε μεταξύ άλλων θεμάτων και το θέμα της αποσύνθεσης. Κυρίαρχη θέση σε αυτό το θέμα κατέχει η πτώση της αυτοκρατορίας και η έλευση των βαρβάρων. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, η αυτοκρατορία αντιπροσωπεύει την οργανωμένη κοινωνία, ενώ οι βάρβαροι αντιπροσωπεύουν μικρές ανοργάνωτες κοινότητες που αναπτύσσονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας, στις παρυφές δηλαδή της συγκροτημένης διοικητικής οργάνωσης. Είναι ως επί το πλείστον νομάδες, μετακινούμενοι δηλαδή πληθυσμοί χωρίς συγκροτημένη διοικητική οργάνωση, ομάδες που βρίσκονται σε κίνηση και κατασκηνώνουν σε οικισμούς που φτιάχνουν κατά περίσταση. Αν η αυτοκρατορία αναπαρίσταται ως δέντρο, οι νομάδες αναπαρίστανται ως φυτά που ριζώνουν κι απλώνονται στη βάση του δέντρου. Η ουσία αυτής της αναπαράστασης είναι η αντιπαράθεση ταυτότητας και ετερότητας. Οι νομάδες αντιπροσωπεύουν το ξένο, το αλλότριο στοιχείο, την ετερότητα σε σχέση με την αυτοκρατορία, είναι οι ξένοι, οι άλλοι, είναι στην πραγματικότητα πολεμικές μηχανές που δρουν στην περιφέρεια επιχειρώντας διεισδύσεις στο κέντρο έως την κατάλυση ή κατάληψή του.
            Ο Καβάφης μας συστήνει τους βαρβάρους του το 1904 όταν γράφει το ποίημά του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 23 χρόνια αργότερα θα συναντήσει στην Αλεξάνδρεια τους βαρβάρους του Καβάφη ο Καζαντζάκης. 20 χρόνια νεότερος από τον Καβάφη (ο Καβάφης γεννήθηκε το 1863, ο Καζαντζάκης το 1883) ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τον Καβάφη στο σπίτι του. Εκεί τον βλέπει να κοιτάζει από το παράθυρό του και να περιμένει τους βαρβάρους να προβάλουν. «Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια», μας λέει ο Καζαντζάκης, «είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει». Ο Καζαντζάκης αναπαριστά τον Καβάφη με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα οποία ο Καβάφης περιέγραψε την αυτοκρατορία. Ο Καζαντζάκης αποδίδει στον Καβάφη τα γνωρίσματα της καταπτοημένης αυτοκρατορίας και προσγράφοντάς του αυτά τα γνωρίσματα τον εγγράφει στον κύκλο της παρακμής, έτσι όπως την ορίσαμε νωρίτερα. Για τον Καζαντζάκη, ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής, είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού, η πιο εξαιρετική φυσιογνωμία της Αιγύπτου. Ο Καβάφης συνοψίζει στα μάτια του Καζαντζάκη την αυτοκρατορία. Και πράγματι, ο Καβάφης ζώντας στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας, ποιητής της διασποράς, όχι Έλληνας, «ελληνικός», όπως μας λέει ο ίδιος, μπορεί να είναι ο εκπρόσωπος μιας άλλοτε ένδοξης αυτοκρατορίας, της αυτοκρατορίας του μεγάλου Αλεξάνδρου που έφτιαξε στην ελληνιστική εποχή έναν ελληνικό καινούριο κόσμο, μέγα, «Αλεξανδρείς, Αντιοχείς, Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας», διαβάζουμε στο καβαφικό ποίημα «Στα 200 π.Χ.». Απόγονος του άλλοτε ένδοξου βασιλείου των Πτολεμαίων, επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που γνώρισε ένδοξες στιγμές με την Κλεοπάτρα, ο Καβάφης, η πιο εξαιρετική φυσιογνωμία της Αιγύπτου, όπως λέει ο Καζαντζάκης, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό που οδηγείται στη συρρίκνωση ή στο τέλος, τον πολιτισμό που έφτιαξαν οι Έλληνες στην Αλεξάνδρεια.
Ο Καζαντζάκης δεν πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια για ταξίδι, πηγαίνει ως ανταποκριτής εφημερίδας, για να καταγράψει τις εντυπώσεις του. Η μετοικεσία, λοιπόν, στην περίπτωση του Καζαντζάκη σημαίνει εργασία. Έτσι γίνεται κι ο ίδιος ένας νομάδας, ένα άτομο που μετατοπίζεται σε άλλο τόπο, ένα σώμα που μετακινείται φέροντας μαζί και τα υπάρχοντά του. Και τα υπάρχοντα αυτού του νομάδα, του Καζαντζάκη, είναι το σώμα των γραπτών του. Ο Καζαντζάκης φεύγοντας από την Ελλάδα, για να πάει στην Αίγυπτο, φέρνει μαζί του το κείμενό του. Και το κείμενό του αυτή τη φορά δεν είναι η λογοτεχνία, είναι η ταξιδιωτική αφήγηση που εκφέρει εντελώς διαφορετικό είδος λόγου από τη λογοτεχνία. Η ταξιδιωτική αφήγηση υιοθετεί τον ορθολογικό, αντικειμενικό, δημοσιογραφικό εκφραστικό τρόπο, ενώ η λογοτεχνία ως μυθοπλασία είναι πλούσια σε εκφραστικά σχήματα (όπως η μεταφορά για παράδειγμα) που συχνά αντιστέκονται στην έννοια της λογικής κατανόησης.
Ο Nietzsche που στάθηκε μέσα από τα έργα του δάσκαλος του Καζαντζάκη, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του –έστω κι αν τον σημάδεψε για πάντα– περιγράφει τη λογοτεχνία ως ένα σύνολο από εκφραστικά σχήματα, ως ένα κινούμενο στρατό. Μας λέει: «Ένας κινούμενος στρατός από μεταφορές, μετωνυμίες και ανθρωπομορφισμούς, εν συντομία ένα σύνολο από ανθρώπινες σχέσεις που εξυψώνονται ποιητικά και ρητορικά, μετατίθενται και ομορφαίνονται μέχρι να γίνουν στέρεες και αναπόφευκτες από τη μακρά και επανειλημμένη χρήση». Οι μεταφορές, οι μετωνυμίες, οι ανθρωπομορφισμοί, όλοι οι εκφραστικοί τρόποι της λογοτεχνίας παρουσιάζονται σαν ένας στρατός που επιτίθεται και ξαφνιάζει τους ακροατές, για να τους κατακτήσει, μέχρι να επιβάλει την παρουσία του. Μοιάζει με στρατό από βαρβάρους, από νομάδες. Ο Καζαντζάκης, όμως, φεύγοντας από την Ελλάδα για να πάει στην Αίγυπτο δεν παίρνει μαζί του ως κείμενο τη λογοτεχνία και έτσι αφήνει πίσω του όλους αυτούς τους νομάδες, αυτό το στρατό από λογοτεχνικά εκφραστικά σχήματα, τους βαρβάρους του.
Ο Καζαντζάκης μπαίνει στην Αίγυπτο χωρίς τους βαρβάρους του. Είναι ένας μοναχικός νομάδας που πάει να συναντήσει τον εκπρόσωπο της αυτοκρατορίας. Και το κείμενό του, η ταξιδιωτική αφήγηση, είναι ένα μοναχικό κείμενο, απογυμνωμένο από τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει σχήματα λόγου. Στη θέαση, όμως, της αυτοκρατορίας γίνεται κι αυτό το μοναχικό κείμενο ένας νομάδας, βγάζει τις ρίζες του κι απλώνει δίπλα στο δέντρο της αυτοκρατορίας. Όταν ο Καζαντζάκης, αντικρίζει τον Καβάφη, διακρίνει πάνω του τα σημάδια της αυτοκρατορίας, διαβάζει πάνω του και μέσα από αυτόν το ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Ο Καζαντζάκης δεν βλέπει τον Καβάφη, τον διαβάζει και μάλιστα τον διαβάζει σαν ήρωα του ποιήματός του. Αυτή η ανάγνωση του Καζαντζάκη αποσπά τον Καβάφη από την πραγματικότητα και τον εγγράφει ως πρωταγωνιστή μέσα στην ίδια την ποίησή του. Η παρουσία του εκπροσώπου της αυτοκρατορίας Καβάφη, βγάζει μέσα από το νομάδα δημοσιογράφο Καζαντζάκη το λογοτέχνη Καζαντζάκη. Την ίδια επενέργεια υφίσταται και το κείμενο του Καζαντζάκη. Το καζαντζακικό κείμενο δεν περιγράφει το σπίτι του Καβάφη, τη συνοικία, το εσωτερικό του, όπως θα έκανε κανονικά ένα ταξιδιωτικό κείμενο, αλλά περιγράφει την ποίησή του. Ο Καζαντζάκης φτιάχνει ένα ταξιδιωτικό κείμενο που αντί να περιγράφει τόπους, μέρη κι αντικείμενα, περιγράφει άλλα κείμενα, διαβάζει άλλα κείμενα, τα κείμενα του Καβάφη. Γίνεται έτσι και αυτό το κείμενο ένας νομάδας, ένας μικρός βάρβαρος που στέκεται δίπλα στην αυτοκρατορία, το καβαφικό αυτοκρατορικό κείμενο, και προσπαθεί να το ερμηνεύσει.
Αυτός ο νομάδας που λέγεται καζαντζακικό ταξιδιωτικό κείμενο θα συνοδέψει το δημιουργό του 12 χρόνια αργότερα το 1939 στην Αγγλία. Ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αγγλία όχι ως τουρίστας αλλά και πάλι ως νομάδας, για την εξασφάλιση της επιβίωσής του, για να στείλει άλλο ένα άρθρο σε εφημερίδα. Εκεί το νομαδικό του κείμενο δεν διαβάζει ποίηση, διαβάζει ιστορία, την ιστορία της Αγγλίας. Μόλις αποβιβάζεται από το πλοίο ο Καζαντζάκης δεν βλέπει τα απέραντα λιβάδια της Αγγλίας, βλέπει πεδιάδες γεμάτες από στρατιώτες που πολεμούν. Βλέπει στρατούς να συγκρούονται. Είναι η ιστορία της Αγγλίας που ζωντανεύει μπρος στα μάτια του. Ο Freud λέει ότι τα μέρη από τα οποία περνάμε είναι πάντα στοιχειωμένα, έστω κι αν τα φαντάσματα δεν εμφανίζονται πάντοτε μπροστά μας. Έτσι κι ο Καζαντζάκης τη στιγμή της αποβίβασής του από το πλοίο αντικρίζει τα άδεια λιβάδια, αλλά τα βλέπει γεμάτα από τις βαρβαρικές ορδές που ξεχύθηκαν στην ενδοχώρα, αφότου αποβιβάστηκαν στις ακτές της όπως κι αυτός. Τα έξι βαρβαρικά κύματα που συγκλόνισαν την Αγγλία αναδιπλώνονται στην περιγραφή του όπως αναδιπλώθηκαν και πάνω στο αγγλικό έδαφος: οι Μεσόγειοι, οι Κέλτες, οι Ρωμαίοι, οι Σάξονες, οι Βίκινγκς, οι Νορμανδοί. Αργότερα αυτά τα έξι κύματα ο Καζαντζάκης θα τα ονομάσει τα έξι κύματα των κατακτητών που πάτησαν το έδαφος της Αγγλίας. Όταν πατάει αυτός το έδαφος της Αγγλίας αναγνωρίζει ακόμη στο αγγλικό έθνος το βάρβαρο, εφηβικό βορρά με τη νεανική χνοδομάγουλη αθωότητα. Από την άλλη ο ίδιος νιώθει ως απόγονος μιας γέρικης φυλής της Ανατολής όπου «θύμησες βαριές, προαιώνιες»γράφουν και στο πιο μικρό παιδί ολόκληρη τη μνήμη της ράτσας.
Διαβάζουμε:
«Δεν έπρεπε η εγγλέζικη γλώσσα να’χει την έκφραση τούτου: «Πόσο γέρος είσαι;» όταν ρωτά για την ηλικία κι ενός ακόμα παιδιού. Έπρεπε να την είχαμε εμείς και τα ανατολίτικα παιδιά να απαντούν: «Είμαι γέρος δυο χρονών… τριών χρονών…»
Το how old are you, χαρακτηριστική ερώτηση στα αγγλικά για την ηλικία ο Καζαντζάκης το μεταφράζει κυριολεκτικά «πόσο γέρος είσαι;» εισάγοντας ένα τρόπο που δεν μεταφράζει ανάμεσα σε γλώσσες αλλά ανάμεσα σε φυλές. Μεταφράζει ανάμεσα στις ταυτότητες του βάρβαρου και αξόδευτου, γερού και δυνατού από τη μια και του πολιτισμένου, κουρασμένου, πολυδουλεμένου, πολυβασανισμένου από την άλλη. Ανάμεσα σε αυτές τις δυο ταυτότητες ο Καζαντζάκης πολεμά να βρει την ταυτότητα του Νεοελληνικού πολιτισμού. Γεροντοδείχνουμε, λέει από τη μια, και νερούλιασε το αίμα της Ελλάδας. Και από την άλλη: Είμαστε νέο χαρμάνι. Δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε παλιά, γερασμένη ράτσα. Είμαστε καινούρια, βράζουν ακόμη τα αίματα, μούστος ακαταστάλαχτος. Αυτά λέει στο ταξίδι του στο Μοριά, για να διατυπώσει ακόμη πιο ισχυρή την αγωνιστική του πεποίθηση στο ταξίδι του στην Ιαπωνία. Εκεί διατυπώνει καθαρά τη λαχτάρα του για μια πείνα, μια δίψα που θα δουλεύουν σταθερά και δυνατά μέσα στον άνθρωπο σαν μια ράτσα βάρβαρη που δεν έχει ακόμη μπουχτίσει τον κόσμο. Τελικά θα λέγαμε ότι αν ο Καβάφης περιμένει τους βαρβάρους, ο Καζαντζάκης λαχταρά και θέλει να είναι οι βάρβαροι.

Ζορμπάς, Καζαντζάκης και Παλαιοχώρι Χαλκιδικής


Τίτλος :   Η πραγματοποίηση ενός οράματος
Ζορμπάς , Καζαντζάκης και Παλαιοχώρι Χαλκιδικής
Ρίμπας Αθ. Αστέριος
Κάτοικος Παλαιοχωρίου Χαλκιδικής ,
Μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη

Κυρίες & Κύριοι ,

Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερος τον κ. Γουνέλα καθηγητή ΑΠΘ και πρόεδρο της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζακή στη Βόρειο Ελλάδα, την κα Γιούλη Ιεραπετριτάκη  ,την κα Βουγιούκα Αθηνά μέλος της συντονιστικής επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Ν. Καζαντζάκη,  τα μελη του τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη στη Βορείο Ελλάδα , τον κ. Τάκη Βενετσανάκο και Τσαγκάρη Κώστα για το φίλμ που θα προβάλουμε , τον κ. Χατζημιχαηλίδη Κυριάκο Δ/ντη του φεστιβάλ μικρού μήκους της Δράμας και εμπνευστή της ιστοσελίδας του shortfilm , φυσικά το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη , το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και ειδικά την κα Τσιούμη Μάγδα και τέλος τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πολυγύρου και ειδικά τον Πρόεδρο κ Μίλτο Μαρέτα
        Βρεθήκαμε σήμερα εδώ με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Το 2007 ήταν για το υπουργείο πολιτισμού έτος Ν.Καζαντζάκη . Πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται εκδηλώσεις σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο . Ταυτόχρονα εμείς τα μέλη της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη  γιορτάζουμε τα 20 χρόνια από την ίδρυση της εταιρείας μας που σκοπό έχει να αναδείξει το έργο του Ν. Καζαντζάκη στο ευρύ κοινό .

Κήρυκας της Ζωής

Γιούλη Ιεραπετριτάκη
Ιστορικός - Αρχαιολόγος
Νίκος Καζαντζάκης - "Κήρυκας της ζωής"
              Το 2007 όπως είναι γνωστό ,ανακηρύχθηκε με πρωτοβουλία της «Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη»  σε «έτος  Ν, Καζαντζακη» αφού τη χρονιά που  πέρασε,συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου στοχαστή. Πολλοί φορείς και προσωπικότητες της πνευματικής και κοινωνικής ζωής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Εταιρείας,συμμετέχοντας με ενθουσιασμό σε μια παγκόσμια προσπάθεια προβολής, ανάδειξης και προαγωγής του πολύπλευρου και πολυσήμαντου έργου του Καζαντζάκη ,που δυστυχώς πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του εξακολουθεί,να είναι ο πλέον μεταφραζόμενος Έλληνας συγγραφέας στο εξωτερικό μα παρεξηγημένος  και «σκοτεινός» στο ευρύ ελληνικό κοινό και προπαντός στη νέα γενιά.
             Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλιας, φίλος και ο ίδιος του  έργου του Καζαντζάκη, έθεσε υπό την αιγίδα του τις εκδηλώσεις που πραγματοποιηθήκαν ανά την Ελλάδα, δείχνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον  της επίσημης πολιτείας, για το μεγάλο στοχαστή. Παράλληλα με τις ημερίδες, τα συνέδρια, τις στρογγυλές τράπεζες, ξεχωριστή θέση είχαν οι ποικίλες πολιτισμικές εκδηλώσεις όπως θεατρικές παραστάσεις – δρώμενα , συναυλίες, προβολή αρχειακού υλικού κλπ. αναδεικνύοντας έτσι τον Ν. Καζαντζάκη σε μία  κορυφαία μορφή στο κόσμο της Τέχνης.
             Αυτός λοιπόν ο καταπληκτικός άνθρωπος, λογοτέχνης, φιλόσοφος, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, δημοσιογράφος, μεταφραστής αρχαίων ελληνικών και ξένων κειμένων, υπηρέτησε και εξάντλησε όλα τα είδη του λόγου καταφέρνοντας να κυριεύσει  ως θύελλα τους αναγνώστες του, αποδεικνύοντας πως ο αγωνιζόμενος πνευματικά άνθρωπος, δεν έχει παρά  τη ρομφαία του λόγου για να κινηθεί μπροστά…
            Ο Ν. Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 και ανατράφηκε στο Ηράκλειο της τουρκοπατημένης Κρήτης. Οι πρώτες εικόνες του κόσμου του ήταν, οι αιματηρές εξεγέρσεις του Κρητικού λαού για την ελευθερία του. Αποκομμένη από το μητρικό κορμό  η Κρητη, είχε μπροστά της  το  δίλημμα.ν’ αποτινάξει το τουρκικό ζυγό ή να χαθεί. Αυτός ο ανελέητος αγώνας για τη λευτεριά, ακόμη και αν δεν υπάρχει ελπίδα, είναι το μεγάλο «σκολειό»του Καζαντζάκη.
            Είναι το θεμελιώδες μήνυμα που διαπερνά όχι μόνο το έργο αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Γράφει ο ίδιος: «και έτσι με το να γεννηθώ Κρητικός σε μια κρίσιμη στιγμή που η Κρήτη μάχουνταν να ελευθερωθεί, ένοιωσα από μικρό παιδί πως στο κόσμο υπάρχει ένα αγαθό πιο πολύτιμο από τη ζωή, πιο γλυκό από την ευτυχία. η λευτεριά».
            Στα χρόνια που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στη βιολογική του άνθηση, η Ευρώπη και μαζί της ο κόσμος όλος διέρχεται μια παρατεταμένη κρίση αξιών σ’ όλα τα επίπεδα: κοινωνικό, πνευματικό, διακρατικό, Η γηραιά ήπειρος, χάσκει ως κολαστήριο του Δάντη ματωμένη ανάμεσα σε δυο μεγάλους πολέμους, σπαράζει στη φρίκη των χαρακωμάτων, στα κρεματόρια, στις γενοκτονίες και στη Χιροσίμα. Ο Καζαντζάκης προικισμένος με τόλμη και ευαισθησία αφουγκράζεται την απελπισμένη κραυγή του κόσμου και τολμά να την υπηρετήσει με λόγο και πράξη, χωρίς να είναι πουθενά απών. Προσήλθε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους, φθάνοντας μέχρι  τον Καύκασο το 1919 ως διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως, φροντίζοντας για τον επαναπατρισμό ΄150.000 Ελλήνων του Πόντου και την ασφαλή εγκατάστασή τους στην Μακεδονία και τη Θράκη. Έζησε τη ρούσικη επανάσταση με όλους τους κινδύνους της και την κατασπαρασόμενη Γερμανία του 1923 με τη φτώχια, την πείνα και το κρύο. Ως ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων έζησε τον εμφύλιο της Ισπανίας και το δράμα της κατεχόμενης Ελλάδας του 1941-44. ΄Ηταν ο πρώτος που ύψωσε φωνή για μια Διεθνή του πνεύματος το 1946 για την Παγκόσμια Ειρήνη μετά από τρομακτικό χτύπημα της ατομικής βόμβας. Η ζωή του σημαδεύτηκε από το βηματισμό των μεγάλων ψυχών, των μοιραίων, αυτών που πάνε πάντοτε ένα βήμα μπροστά, αναζητώντας νέα πρότυπα  και απαντήσεις.  Γνήσιο τέκνο της Κρητικής γης δεν μπορούσε να αντικρύσει με άλλα μάτια τη ζωή, αφού από τα μικράτα του, όπως ομολογεί ο ίδιος,«μια φωνή ανέβαινε και δασκάλευε τη ψυχή μου». χρέος έχουμε πέρα από τις βιολογικές μας ανάγκες να θέσουμε ένα σκοπό κι αυτόν, αψηφώντας την πείνα και τον θάνατο να προσπαθούμε να φτάσουμε. όχι απλά για να τον φτάσουμε παρά για να μη σταματήσουμε ποτέ τον ανήφορο. Έτσι μονάχα αποκτά νόημα κι ευγένεια  η ζωή». Αυτή είναι πράγματι η κοσμοαντίληψη του Καζαντζάκη, η στάση της δικής του ζωή.
               Οπαδός των ηρωικών πράξεων θα πλάσει τον κατ’εξοχήν ήρωα του, τον Οδυσσέα, που κατά την αντίληψη πολλών έχει την ψυχολογία του ίδιου του Καζαντζάκη. Τούτος όμως ο Οδυσσέας, ο αντάρτης, αντίθετα από τον ομηρικό ήρωα, μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη, ξαναβγαίνει στο δρόμο. Δε θέλει να γεράσει μέσα στ’ αγαθά του. Όσο θα γερνά, θα μάχεται «σε νια ν’ ανηφορίζει νιότη». έτσι που σαν τελειώσει το ταξίδι ο χάρος δε θα’ βρει παρά ελάχιστα να πάρει αφού, «της σάρκας τις σκουριές τις έλιωσε κι έγιναν όλες πνέμα». Όπως ο ίδιος τονίζει, ο ήρωάς του δεν είναι ούτε βάρβαρος ούτε Έλληνας.  είναι Κρητικός. Γαλουχημένος   και διαμορφωμένος με τις αρετές της βαριάς πολιτισμικής  παράδοσης της Κρήτης που κρατεί από τον αρχέγονο Μινωικό πολιτισμό. Γήινος και θεικός ο Καζαντζακικός ήρωας θ’ αποτελέσει το αρχέτυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, που καλείται να βαδίσει πέρα από το καλό και το κακό, το εφήμερο και το ευτελές, γιατί μονάχα έτσι μπορεί να υπερβεί τη θνητή του φύση και να ενωθεί με το θείον. Στην κακοτράχαλη  πορεία του ο Οδυσσέας δεν είναι μόνος, αφού όλα τα γεννήματα της γης, απόλυτα συναδελφωμένα μεταξύ τους τον συντροφεύουν. η πορεία και ο στόχος βλέπετε, είναι κοινός. «πέτρες, νερό και χώματα  όλα να γίνουν πνέμα». Σύμβολα αυτής της ατελεύτητης ανοδικής πορείας, το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που πηδά έξω από το νερό, καθώς και ο μεταξοσκώληκας   που γεννά στα σπλάχνα του το στραφταλιστό μετάξι. Εικόνες χαρμόσυνες, υπερβατικές, που ο Καζαντζάκης ανασύρει από την ιερή κιβωτό της Κρητικής φυσιολατρίας. τότε  που ο Κρητικός ριζωμένος στη γη σα δένδρο ζούσε σε στενή και ενστιχτώδη επικοινωνία με τη Φύση και τις μυστικές δυνάμεις του σύμπαντος.
               Σήμερα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Καζαντζάκη. ενός βαθιά θρησκευόμενου ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα της εσωτερικής αναζήτησης, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παραμένει παρεξηγημένος  και να παρουσιάζεται ως βλάσφημος και αφορισμένος. Διάχυτη είναι πράγματι η άποψη ότι ο Καζαντζάκης αφορίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπου ως Κρητικός υπαγόταν και ο  ίδιος. Χρέος  μου σήμερα να τονίσω ότι ουδέποτε υπήρξε πράξη αφορισμού. Αντίθετα μέχρι σήμερα τα βιβλία του κοσμούν τη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου, όπως μας διαβεβαίωσε ο αρχειοφύλακας  το 2003.  Ένθεος λοιπόν και σε καμία περίπτωση άθεος υπήρξε ο Νίκος Καζαντζάκης σε όλη του τη ζωή. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του «Τελευταίου Πειρασμού»: «το βιβλίο τούτο είναι η εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου, το χρέος του ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο τούτο, το γεμάτο αγάπη, θ’ αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα από ποτέ, το Χριστό.» Και λίγο πιο κάτω φανερώνει τη μεγάλη του αγωνία. «Αγαπούσα το σώμα  μου και  δεν ήθελα να χαθεί. Αγαπούσα την ψυχή μου και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μαχόμουν να συμφιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμεις, να νοιώσουνε πως δεν  είναι οχτροί, είναι συνεργάτες. και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους την αρμονία, και τέλος ανώτατος σκοπός της πάλης η ένωση με το Θεό. Να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς τα ‘χνάρια του. η συνεργασία του ανθρώπου με το Θεό. το μεγαλειοδέστερο για τον  άνθρωπο».
               Ο Καζαντζάκης πέθανε το 1957 στη Γερμανία. Ο μεγάλος νεκρός δεν έτυχε της τιμής να προσκυνηθεί στη πρωτεύουσα. κατατρεγμένος μέχρι το θάνατό του εγκαταλείφθηκε στον νεκροτομείο Αθηνών. Όμως η Κρήτη σύσσωμη περίμενε το στερνογιό της για να τον αποθέσει στα χώματα που τον γέννησαν. Η ταφή του στο κάστρο, απέναντι από το λατρεμένο Κρητικό πέλαγος, στη ρίζα του Ψηλορείτη, ήταν κάτι σαν αποθέωση. Της πομπής προπορεύονταν οι φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου βαστώντας στα χέρια τους τα έργα του. κατά μπροστά η Οδύσσεια, το έργο της ζωής του – η ίδια του η ζωή. Το έπος της λευκής φυλής όπως αποκαλέστηκε από τους μελετητές του έργου του.
               Στη σημερινή εποχή κρίσης και αβεβαιότητας που διανύει η ανθρωπότητα. σήμερα που ο  άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει το ειδύλλιο πια αφού και τις πιο γενναίες ψυχές σαπίζει η αδικία και ο συμβιβασμός, Πιο είναι άραγε το χρέος του σύγχρονου ανθρώπου;
               Το κήρυγμα ζωής του Ν. Καζαντζάκη επανέρχεται επίκαιρο και διαχρονικό όσο ποτέ άλλοτε. «Να πολεμάς το φόβο, την αδράνεια και το σκοτάδι. να μετουσιώνεις την ύλη που σου ‘μπιστεύτηκε ο Θεός και να τη κάνεις πνέμα.  Έτσι μονάχα νικούμε τη θανάσιμη αμαρτία, τη στενότητα του μυαλού μας μετουσιώνοντας τη σκλαβιά του χωματένιου υλικού που μας δόθηκε σ’ ελευθερία»,

Η έννοια της Ελευθερίας στον Ν.Καζαντζάκη

Τίτλος : Η έννοια της ελευθερίας στον Νίκο ΚαζαντζάκηΧ.-Δ. Γουνελάς  (Αναπληρωτής Καθηγητής, Α.Π.Θ.)email: gounelas@lit.auth.gr

              Τον Καζαντζάκη δεν φαίνεται να το ενδιαφέρει το σύνολο ή η κοινότητα μιας ομάδας ατόμων, αλλά το αντίθετο, φαίνεται να τον ενδιαφέρει το άτομο.  Επίσης η λέξη “ελευθερία” για τον Καζαντζάκη παρουσιάζεται να είναι συνώνυμη με τη λέξη “λύτρωση”.   Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ένα νόημα στο ουσιώδες ερώτημα του τι είναι ελευθερία ή τι λύτρωση, όταν αυτές οι λέξεις ανάγουν σε κατιτί το τελείως ατομικό; Σε σχέση με αυτή την συγκεκριμένη προσύλωση του Καζαντζάκη στο άτομο μπορούμε να εντάξουμε και την έννοια “ασυμβίβαστος” που του προσάπτει η δεύτερή του σύζυγος Ελένη Σαμίου.  Ο ίδιος ομολογεί στον Πρεβελάκη το 1941 πως “δεν υπάρχει καθεστώς που να με δέχεται [και ] πολύ σωστά αφού δεν υπάρχει καθεστώς που ν’ ανέχουμαι” (βλ. Peter Bien, Η πολιτική του πνεύματος, 218).  Στην Ασκητική μας δίνει μια επιπλέον εξήγηση, τονίζοντας ότι το άτομο στέκεται από μόνο του και χαρακτηριστικά μας λέει:
             Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της ΄Αβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους• καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύθερος.  (Ασκητική, 96)
             Δηλαδή, η λύτρωση είναι το αποτέλεσμα  μόνο όταν φτάνει το άτομο στην απόλυτη ελευθερία.   Και πάλι αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε να προσδιοριστεί τι είναι απόλυτη ελευθερία στο ατομικό επίπεδο.  Μας λέει, λοιπόν, ότι η ελευθερία σχετίζεται με τη λύτρωση και η λύτρωση δεν έρχεται ως κατιτί το αντικειμενικό, ως ανταμοιβή απ’ έξω.  Η λύτρωση και η ελευθερία φαίνεται να είναι εσωτερική υπόθεση του κάθε ατόμου και μόνο υποκειμενικά αντιμετωπίζεται.
             Αυτή η υπεράσπιση της ατομικότητας που βρίσκουμε στον Καζαντζάκη επεκτείνεται και στον τρόπο που διανοείται.  Η σκέψη του, αναμφισβήτητα, δεν ταξινομείται εύκολα και δεν προσδιορίζεται συγκριτικά ή ορθολογικά.  Είναι ίσως λάθος να ζητούμε να προσδώσουμε στον Καζαντζάκη μια ιδιότητα, συγκρίνοντάς τον με κάποιον άλλο και αν ακόμη γνωρίζουμε ότι έχει εκφράσει το θαυμασμό του ιδιαίτερα για τους Πλάτωνα, Νίτσε και Μπερξόν.  Η περίπτωση Καζαντζάκη κοιταγμένη στο σύνολο της μας πείθει ότι πρόκειται για έναν ασυμβίβαστο, έναν καινοτόμο διανοητή, ο οποίος διαβάζει ευρέως και ο οποίος αναζητά από μια συμπαντική οπτική να βρει την αυθεντική θέση της ύπαρξής του.  Δεν είναι ανεμοδείκτης, απλώς είναι ανοιχτός και ψάχνει για την αλήθεια και την πρωταρχική αιτία με έναν τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ατομοκεντρικά αναζητά τη λύτρωση, τη λύτρωση του ίδιου του εαυτού του από μια πρακτική, αλλά ταυτόχρονα και μια φιλοσοφική σκοπιά.
              Εξάλλου αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση  ότι φιλόσοφος είναι  μόνο εκείνος που θέτει το ερώτημα στον εαυτό του και σκέφτεται από την αρχή σαν να είναι δική του υπόθεση το οποιοδήποτε θέμα.  Επομένως φιλόσοφος δεν είναι εκείνος που υιοθετεί, ή επαναλαμβάνει, ή σχολιάζει τα επιχειρήματα ενός άλλου.  Αυτός είναι συγκριτολόγος, κοινωνιολόγος, ή ιστορικός, αλλά όχι φιλόσοφος. Γι’ αυτό και ο Καζαντζάκης είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος και το έργο του διακλαδίζεται σε πληθώρα γνωστικών αντικειμένων (Θεολογία, Λαογραφία, Μυθολογία, Ιστορία) και στους χώρους αυτούς επενδύει στοχαζόμενος για λογαριασμό του.
              Αυτή η εστίαση στην ατομικότητα αντιστοιχεί σε μια  πάνω από όλα καλλιτεχνική αντιμετώπιση του κόσμου.  Ακόμη και στα ταξιδιωτικά του εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης  πως δεν επιδιώκει να γράψει ένα χρονικό ή να διαφημίσει τα μέρη που επισκέπτεται.  Μένει υποκειμενικός και αταξινόμητος και εκφράζει μόνο ό,τι τον συγκινεί από την Αλάμπρα στη Γρανάδα, ή από τη Ρωσσία,  ή από τον λαό της Κίνας κ.ο.κ.  Η λεπτότητα των παρατηρήσεων του και η προσωπική αυτή οπτική είναι συγκινητική. Τον Κινέζο, λόγου χάρη, στο πρώτο του ταξίδι στην Κίνα το 1935 τον βλέπει εξαθλιωμένο και πάμφτωχο να καλλιεργεί και να λιπαίνει τον  ορυζόνα με τις ίδιες του τις ακαθαρσίες.  Παράλληλα, όμως, περιγράφει  και τη συνήθεια μιας  υψηλής ηθικής που τρέφει ο Κινέζος, που για να τιμωρήσει τον εχθρό του πηγαίνει και αυτοκτονεί έξω από την πόρτα του εχθρού.
 Καταλήγω με το εξής συμπέρασμα, ότι τον Καζαντζάκη τον ενδιαφέρει το άτομο και όχι το σύνολο και ότι το νόημα της ελευθερίας στη δική του κατανόηση εμπλέκεται με την ατομική λύτρωση και με τη θέση να παραμείνει κανείς ασυμβίβαστος. Και τα λέω όλα αυτά, γιατί μέσες άκρες θα μπορούσε να πει κανείς ότι η έννοια της ελευθερίας δεν συμβιβάζεται  με ό,τι θα περιλάμβανε τη θέληση προς έναν  σκοπό, ή ό,τι θα προέρχονταν από μια  αιτία. Το νόημα της ελευθερίας, επομένως,  δεν ανήκει σε κανένα συγκριτικό κανόνα και δεν αποβλέπει γενικότερα στη βελτίωση της ζωής.  Είναι αυτονόητο, όπως ευρέως έχει σχολιαστεί στο χώρο της φιλοσοφίας, πως ό,τι έχει σκοπό και αιτία δεν μπορεί να θεωρηθεί ελευθερία και το νόημα της ελευθερίας στο ατομικό επίπεδο δεν μπορεί να προσδιοριστεί.  Οι απόψεις του John Stuart Mill,  του πλέον έγκυρου στοχαστή πάνω στο θέμα της ελευθερίας, είτε ως liberty, είτε ως freedom,   δίνονται με τα εξής δύο νοήματα:  ότι ελευθερία είναι η δύναμη που νόμιμα ασκείται από την κοινωνία επί του ατόμου, ή ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα συμφέροντα των άλλων.  Είναι σαφές ότι ο φιλόσοφος αυτός αναφέρεται κυρίως στην κοινωνική δικαιοσύνη και όχι στην ελευθερία της θέλησης του ατόμου.  Το ίδιο και ο Πλάτωνας δεν μπορεί να δει το άτομο ξεχωριστά, παρά μόνο ως μέλος μιας κοινότητας. Ενώ ο Καζαντζάκης φαίνεται ότι κάνει το αντίθετο.
                
                                                         *****
              Το κατεξοχήν έργο περί ελευθερίας  του Καζαντζάκη είναι ο Καπετάν Μιχάλης, το οποίο φέρει τον υπότιτλο Ελευθερία ή θάνατος. Το μυθιστόρημα αυτό γράφεται  μεταξύ 1949 και 1951, χρόνια κρίσιμα για την Ελλάδα μετά από έναν τριετή εμφύλιο πόλεμο.  Φαίνεται να επέλεξε το θέμα αυτό σε σχέση με την κατοχή και τον εμφύλιο και έχουμε ενδείξεις για την προεργασία που είχε κάνει ώστε να οδηγηθεί τελικά να γράψει τον Καπετάν Μιχάλη.  Η πλοκή του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε μια άλλη εποχή, στα 1889, και αναφέρεται σε μια απόπειρα εξέγερσης στην Ανατολική Κρήτη.  ΄Οπως γνωρίζουμε η Κρήτη δοκιμαζόταν κάθε λίγο και λιγάκι με εξεγέρσεις, από τις οποίες οι πλέον σημαντικές το 19ο αιώνα και πριν τη χρονολογία  κατά την οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, είναι αυτές του 1821, 34, 41, 54, 66 και 78.
              Δεν θα περιγράψω το μυθιστόρημα, αλλά θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το πεζογράφημα αυτό εστιάζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε ένα άτομο, τον Καπετάν Μιχάλη, που είναι έμπορας στον Χάντακα και αποτελεί το φόβο και τρόμο των Τούρκων και των δικών του.  Πρόκειται για το πρότυπο του Κρητικού οπλαρχηγού: χεροδύναμος, ολιγομίλητος, εγωιστής και πάνω απ’ όλα παθιασμένος.  Ο Καπετάν Μιχάλης γίνεται το σύμβολο για την Ελευθερία. Αλλά, εδώ, επιπροσθέτως μας λέει ο αφηγητής πως η ελευθερία ισοδυναμεί με μια πράξη, αλλά όχι αναγκαία οφελιμιστική. Εξυμνεί, με άλλα λόγια, την πράξη που παρακινείται από πάθος (δηλαδή, την πράξη που γίνεται από ένα γινάτι, σε στιγμή που ψηλώνει ο νους του ανθρώπου). Εξυμνεί τον εκδικητικό, τον γιό του Μανούσακα, τον Θεοδωρή, που σκότωσε τον Χουσεϊν σε αντίποινα, για το θάνατο του πατέρα του.  Εξυμνεί τον Τίτυρο, τον αδελφό του Καπετάν Μιχάλη που υπερέβει τη φυσική του αδυναμία και από δάσκαλος και καλαμαράς έγινε  παθιασμένος αντάρτης. Για τον Τίτυρο ο ίδιος ο πατέρας του (ο γέρο-Σήφακας) είχε πει “πολλά φτενός, πολλά λεβρός, ξεφυσίδι” (Καπετάν Μιχάλης, 192) και όμως το ξεφυσίδι έγινε μπροστάρης μαχητής, μάλλον όμως από μια διάθεση να τιμωρήσει τον εαυτό του που δέχτηκε να παντρευτεί και έγινε υποχείριο της γυναίκας του και του αδελφού της.  Εξυμνεί τον ανηψιό του Καπετάν Μιχάλη, τον Κοσμά, που παραγκώνισε τον έρωτά του για την Εβραία σύζυγό, που έχει αφήσει έγκυο,  και παράτολμα στέκεται να πεθάνει  στο πλευρό του θειού του, περισσότερο όμως από έναν εγωισμό παρά από μια επιθυμία να λευτερώσει την Κρήτη.
             Τι άραγε να είναι αυτή η ελευθερία όταν κάποιος κυριαρχείται από το πάθος, το οποίο του αφαιρεί τη λογική και εν μέρει τον τυφλώνει;  Αυτό ακριβώς διαπιστώνει ο αναγνώστης και στην απόφαση του γερο-Σήφακα να θέλει να μάθει γραφή στα εκατό του χρόνια, για να γράψει “Ελευθερία ή Θάνατος” στους τοίχους του χωριού, μέχρι που έπεσε από τη σκάλα  και σκοτώθηκε.
              Ελευθερία φαίνεται, εδώ στο μυθιστόρημα, να θέλει να πει να μην το βάζεις κάτω να μην δυστάζεις και να μη σκέφτεσαι – δηλαδή να πράτεις αυθόρμητα.  Αυτό που προέχει είναι η πράξη, γι’ αυτό και ο Καπετάν Μιχάλης παρουσιάζεται σαν αγρίμι στο τέλος έτοιμος να εκδράμει:
Μια στιγμή τα χείλια του, τα φρύδια του, τα μάτια του έπαιξαν• κοίταξε γύρα τους συντρόφους, κάτω την Τουρκιά, απάνω τον ακατοίκητο ουρανό. . . Ελευθερία ή θάνατος! Μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του.  Ελευθερία ή θάνατος, ε  κακομοίρηδες Κρητικοί! Ελευθερία και θάνατος! Αυτό θα πρέπει να γράψω εγώ στο μπαϊράκι μου• αυτό είναι το αληθινό μπαϊράκι του κάθε αγωνιστή! Ελευθερία και θάνατος! Ελευθερία και θάνατος! (Καπετάν Μιχάλης, 488)
             Με αυτή την επανάληψη, “Ελευθερία και θάνατος”, σηματοδοτεί το νόημα της θυσίας και της λύτρωσης.  Και τελειώνει το μυθιστόρημα, έχοντας τον Καπετάν Μιχάλη να δέχεται πως αυτοί που επιζητούν το θάνατο (αν και παρουσιάζονται να βρίσκονται σαν σε μια τρέλα) είναι και οι μόνοι δικαιωμένοι, όπως μας λέει ο ίδιος ο Καπετάν Μιχάλης “οι κουζουλοί κάνουν την Κρήτη αθάνατη” (Καπετάν Μιχάλης, 490).  Και εδώ αναφέρεται στα επτά άτομα που παρέμειναν για να κρατήσουν το Τουρκικό ασκέρι.
             Αλλά αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που φαίνεται να υπονοείται εδώ, “επιζητώ το θάνατο”; Και τι εννοεί με το “κάνουν την Κρήτη αθάνατη”; Η απάντηση είναι ότι αψηφώ το θάνατο και τότε μόνο τον υπερβαίνω.  Βέβαια δεν τον υπερβαίνω για τον εαυτό μου, αφού βέβαια θα πεθάνω.  Το υπερφαλάγγισμα  του θανάτου, λοιπόν, ισοποσούται με την ελευθερία, η οποία καταχρηστικά συμβολίζεται σαν εγγύηση για την αθανασία της πατρίδας. Η έννοια της έκφρασης “καταχρηστικά συμβολίζεται” ανταποκρίνεται στο ότι είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η Ελευθερία σε σχέση με το άτομο και μόνο μπορεί κανείς να τη συμβολίσει  σε ένα αφηρημένο επίπεδο με την Κρήτη ή την Πατρίδα.  Πώς θα μπορούσε να αποδείξει κανείς ότι είναι ελεύθερος: με τι στοιχεία, με τι σχήματα, με ποια γλώσσα, αφού όλα  αυτά τα μέσα σηματοδοτούν δέσμευση. Δεν θα ήταν ακραίος ο συλλογισμός ότι ετυμολογικά η λέξη “ελευθερία” συγγενεύει με τη λέξη “ελαύνω”, ή έχει τη σημασία του “αυξάνω”, ή “αναπτύσσομαι” καθώς και τη σημασία  “αυτού που μπορεί να έλθει”.  Υποφώσκει στο νόημα της επομένως το μη εκπληρωμένο, γιατί και το αναπτύσσομαι και το αυξάνω υποδηλώνουν κάτι που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
             Φαίνεται, με άλλα λόγια, ότι το νόημα της πατρίδας σε σχέση με την ελευθερία είναι μια επίφαση.  Πατρίδα έτσι όπως την παρουσιάζει ο Καζαντζάκης είναι κατιτί το εικονικό, μια φαντασίωση.  Είναι ένα αφηρημένο ιδεολόγημα.  Αυτό που συνιστά την πραγματικότητα είναι το άτομο και το πάθος του.  Πραγματικότητα είναι ο Καπετάν Μιχάλης, ο οποίος  από τη μια κρασοκατάνοιξη οδηγείται στην άλλη, και από σωτήρας της Εμινέ, της Κερκέζας, γίνεται ο δολοφόνος της. Τη σκότωσε για να απαλαχθεί από την επιθυμία, αφού πρώτα την έχει σώσει από τα χέρια του Αγά Νουρή που θέλει να την τιμωρήσει, γιατί τον είχε απατήσει με τον Καπετάν Πολυξίγκη.
             Η Ελευθερία είναι μάλλον η λύτρωση του ατόμου, και με αυτό εννοεί ότι είναι η λύτρωση από τα πάθη μας.  Πότε άραγε λυτρωνόμαστε από τα πάθη μας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα από τον Καζαντζάκη φαίνεται να είναι η εξής: Να κάνει κανείς τη απώτερη πράξη.  Μόνο με τον θάνατο απελευθερώνεται κανείς, γιατί απαλλάσσεται πάνω απ’ όλα από τον ίδιο τον εαυτό του.  Το μυθιστόρημα τελειώνει με την ακόλουθη σκηνή:
           ΄Απλωσε ο καπετάν Μιχάλης το χέρι, άρπαξε από τα μαλλιά, ανάερα, το σφαμένο κεφάλι, [του ανηψιού του Κοσμά]. Το σήκωσε αψηλά, σαν μπαϊράκι, άγρια λάμψη περίχυσε το πρόσωπό του.  Χαρά ‘ταν ετούτη απάνθρωπη, περφάνια, πείσμα θεοτικό για καταφρόνια του θανάτου; Για αγάπη για την Κρήτη αβάσταχτη; Ο καπετάν Μιχάλης σήκωσε αψηλά το σφαμένο κεφάλι, άνοιξε το στόμα, φώναξε:
- Ελευθερία ή . . .
 Μα δεν πρόφτασε να τελειώσει• μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του• μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό• κι ο καπετάν Μιχάλης έπεσε κάτω τ’ ανάσκελα και σκόρπισαν οι μυαλοί του στις πέτρες.
            Αν είναι να έχει κανείς συνείδηση της ελευθερίας είναι σαν να λέγαμε ότι έχει συνείδηση του θανάτου, που όντως είναι ανέφικτο.  Πώς μπορεί να έχει κάποιος συνείδηση του θανάτου, αφού όταν έχει πεθάνει δεν μπορεί να έχει συνείδηση. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει προβληματιστεί πάνω σε αυτό το θέμα με έναν άμεσο τρόπο  στο θεατρικό έργο του 1909,  που του έδωσε τον τίτλο Κωμωδία:Τραγωδία  Μονόπρακτη.  Στον Πρόλογο του έργου αυτού μας λέει ότι συλλαμβάνει τα πρόσωπα την ώρα του ψυχομαχητού, όπου η ψυχή ανατείνεται στο συνθετικό κ’ υπέρτατο κορύφωμα της ζωής.  Κ’ η φωνή της πίστης και της απιστίας και της περηφάνειας και του εξευτελισμού και της χαράς και του πόνου, όλες αδελφώνουνται κι ανάφτουν μέσα στο νου που σβήνει, και στριμώγνουνται ξεφρενιασμένες στο κατώφλι της συνείδησης (Κωμωδία: Τραγωδία Μονόπρακτη, 7).
           Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να έχουμε συνείδηση της ελευθερίας ή του θανάτου ακριβώς τη μοιραία στιγμή της αποχώρησης μας από τη ζωή και ποτέ άλλοτε.  Ο Σολωμός, επίσης, αναζήτησε μια απάντηση με έναν  ανάλογο φιλοσοφικό μυστικισμό για το αν μπορούμε να συλλάβουμε τη ζωή στην πληρότητα της, επομένως να συλλάβουμε τη ζωή περιλαμβανομένου του θανάτου και κατέληξε πως πράγματι υπάρχει μια στιγμή υπέρβασης και ενόρασης. Και έτσι κάπως απεικονίζει, ο Σολωμός, τον ΄Αγγλο στρατιώτη, που κολυμπώντας  στη θάλασσα  της Κέρκυρας,  σε στιγμή κατάνοιξης για την ομορφιά της φύσης και εμπρός στο στόμα του καρχαρία (του πόρφυρα) που έρχεται να τον κομματιάσει μας λέει:
Πριν παψ’ η μεγαλόχαρη πνοή χαρά γεμίζει•
΄Αστραψε φως κι γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του•
Οι κόσμοι γύρω ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
(“Ο Πόρφυρας”, ΄Απαντα, 255)
                                            *******
                                             
             Μα θα ρωτούσε κάποιος και πώς ερμηνεύεται η ρήση που μας άφησε να γράψουμε στον τάφο του: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.  Μήπως δηλαδή θέλει να πει πως ελευθερία είναι η τέλεια απάρνηση και η απαλλαγή μας από τα κοινά χαρακτηρισατικά  που προσδιορίζουν τον ψυχισμό του ανθρώπου – δηλαδή  η ελπίδα και ο φόβο;  Πιστεύω πως θα κάναμε λάθος να δούμε τη ρήση αυτή στα στενά όρια του Βουδισμού από όπου προέρχεται.  Τη ρήση αυτή την αναφέρει και στη Ασκητική τη δεκαετία του 1920, μια εποχή  που τον απασχολεί περισσότερο η Κομμουνιστική Επανάσταση, παρά ο Βουδισμός (βλ. Ασκητική, 34).  Για το Βουδιστή, “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”, ανάγει στην άρνηση της κτητικότητας, στην άρνηση της φιλοδοξίας και στην άρνηση των αξιολογικών στοιχείων του πολιτισμού.  Δηλαδή, απεκδύομαι την ματαιότητα της ζωής.  Αλλά προϋπόθεση για το Βουδιστή είναι ότι στην ουσία δεν πεθαίνει, γιατί πιστεύει στη μεταψύχωση και στην αιωνιότητα.
             Για τον Καζαντζάκη δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αφού το παν σε όλα του τα έργα είναι η αίγλη της πράξης.  Ελευθερία, λοιπόν, σε σχέση με το μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης δεν είναι παρά η πράξη.  Και η απώτερη πράξη όλων των πράξεων δεν είναι παρά η θυσία.  Το δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος υποδηλώνει ότι θα δράσω και δεν θα αποσυρθώ στο δάσος κάτω από το δέντρο του λωτού, όπως επιθυμεί να κάνει ο Βουδιστής. 
             Η έννοια της απελευθέρωσης συνδυάζεται με την έννοια θυσία και λύτρωση.  Η θυσία εξισούται με το φτάνω στην απώτερη πράξη.  Και μόνο αυτή η πράξη, είναι η πλήρη πράξη, αν αψηφήσω τη ζωή.  Στην Ασκητική έχει μια ενότητα με τον τίτλο “Η πράξη”, όπου καταλήγει και λέει:
Η στερνή η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.
΄Οχι να βλέπεις πως πηδάει η σπίθα από τη μια γενιά στην άλλη, παρά να πηδάς να καίγεσαι μαζί της.  (“Η πράξη”, Ασκητική, 63)
                                                       ******
               Αφού το άτομο είναι αυτό που απασχολεί τον Καζαντζάκη και αφού η ελευθερία του ατόμου είναι κατιτί το ανέφικτο, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Καζαντζάκης δεν ενδιαφέρεται να μας την προσδιορίσει.  Είμαι της γνώμης ότι ο Καζαντζάκης δεν ενδιαφέρεται να μας πει σε καμμιά περίπτωση το τι είναι σωστό και το τι είναι λάθος.   Ο Καζαντζάκης δεν διέπεται από μια έπαρση Εισαγγελέα.  Δεν κατηγορεί κανέναν και δεν ζητάει με ορθολογικά κριτήρια τη δικαιοσύνη. Απλώς δείχνει το άτομο σε διαφορετικές πτυχές του βίου του και σε διαφορετικά επεισόδια.
               Για να καταλάβει κανείς το πνεύμα του Καζαντζάκη  ας κοιτάξει την τραγωδία του Καποδίστριας την οποία γράφει το 1944 και η οποία πρωτοπαίχτηκε το 1946.  ΄Ολα τα πρόσωπα (Καποδίστριας, Μακρυγιάννης, Γκίκας, Μαυρομιχάληδες και Κολοκοτρώνης) παρουσιάζονται ηρωικοί και ταυτόχρονα γεμάτοι αδυναμίες.  Οι Μαυρομιχάληδες (αντίθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς, αφού γίνονται δολοφόνοι του πρωταγωνιστή Καποδίστρια) εξεικονίζονται ως γενναίοι και παθιασμένα εκδικητικοί ταυτόχρονα.  Ο άνθρωπος στο έργο αυτό παρουσιάζεται να είναι φτιαγμένος από πάθη και αδυναμίες.  Σε όλα του τα λογοτεχνήματα οι χαρακτήρες φαίνεται να έχουν αδυναμίες και πάθη και να είναι δέσμιοι της ιδιοσυγκρασίας τους, μη εξαιρουμένου του Ιησού. ΄Ισως να θέλει να πεί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου.  Σε όλα του τα έργα επιδιώκει να παρουσιάσει αυτό που είναι ο καθένας.  Για τον Καζαντζάκη δεν φαίνεται ότι υπάρχει καλό και κακό.  Στο Βίος και πολιτεία του Ζορμπά,  ποιος  είναι καλύτερος το Αφεντικό ή ο Ζορμπάς; Τι θέση έχει η έννοια καλύτερος στον Καζαντζάκη; Αυτό να αναρωτηθούμε για να πιάσουμε τα πράγματα στα δικά του μέτρα.
               Πάνω σε αυτό το θέμα, του ότι δεν παίρνει θέση αστικής ηθικής περί δικαιοσύνης και σωστού και λάθους είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στον Καποδίστρια μας δίνει αντικρουόμενες απόψεις ακριβώς πάνω και σε αυτό το απροσδιόριστο θέμα της  Ελευθερίας.  Ο Υδραίος καπετάνιος Γκίκας που δεν μοιράζεται το πατριωτικό αίσθημα που έχουν οι άλλοι, λέει:
Λευτεριά θα πεί να μπαίνεις στο καράβι
να σπας το μπλόκο, να πουλάς και ν’ αγοράζεις,
σκλάβους γιομώντας τ’ αμπάρια και πραγμάτιες. (Καποδίστριας, 90)
Για τον Καποδίστρια που μέριμνα έχει να ορθοποδίσει το κράτος, αν και συντηρητικός και αναποφάσιστος, μας λέει:
Πνεύμα αψηλό δεν είναι η λευτεριά μονάχα,
μηδέ μονάχα αχός και αλαλαγμός πολέμου,
μον’ και ψωμί και χορτασμός, μαθές και σπίτι,
χαμογελάει γλυκά και η λευτεριά σαν μάνα. (Καποδίστριας, 100)
Για τον Μανιάτη γέροντα Παπά που έχει προτρέψει τους Μαυρομιχάληδες να σκοτώσουν τον Καποδίστρια, γιατί έχει κλείσει στη φυλακή τον αδερφό τους, λευτεριά είναι :
Το σώμα και το αίμα του Χριστού να γίνει εκδίκηση
Μανιάτισσα, παιδιά, κι αγάπη της πατρίδας!
Ελευτεριά ο Θεός, κι ο τύραννος εχτρός του•
Σκοτώστε τον εχτρό για να σωθεί η ψυχή σας. (Καποδίστριας, 125)
              Αυτός είναι ο άνθρωπος και ο καθένας μας, φαίνεται να μας λέει ο Καζαντζάκης,  είναι  διαφορετικός.
             Ως συμπέρασμα, λέω πως για τον Καζαντζάκη η ελευθερία μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο.  Στην ουσία όμως είναι κατιτί πέρα από οποιοδήποτε προσδιορισμό.  ΄Οσον αφορά την τραγωδία του Καποδίστριας, ένα έργο που γράφει στο τέλος   του 1944 ακριβώς τις μέρες  της απελευθέρωσης, είναι σαν να θέλει να πει δίκιο έχουν  και οι Κομμουνιστές  και δίκιο έχουν και οι ασπόνδυλοι οπορτουνιστές και φιλοτομαριστές πολιτικοί.  Ο καθένας μας για τον Καζαντζάκη κουβαλάει τα δικά του πάθη, έτσι σαν να θεωρεί φυσιολογικό και τον διεκδικητικό, τον  φαταούλα, τον φιλόδοξο κ.ο.κ., γιατί ο καθένας μας έχει αδυναμίες.
                                                        *******

               Συμφωνώ πως ο Καζαντζάκης εκφράζεται με έναν αρκετά λυρικό τρόπο που δεν είναι πιά της μόδας. Δηλαδή παρουσιάζεται αφηγηματικά κάπως ξεπερασμένος.  Το σημασιλογικό μύνημα, όμως, στο έργο του είναι ρευστό και γλιστερό και από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου έξω από τη μοντερνιστική προβληματική. Σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί στα όρια του καθωσπρεπισμού  και της μεσο-αστικής ηθικής.  Και από αυτή την άποψη είναι μοντέρνος.
              ΄Ισως, αν ο Καζαντζάκης κοιταχτεί με φόντο τον Καπετάν Μιχάλη, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα δικαίωνε τον ιερό αγώνα των Μουσουλμάνων.  ΄Οχι, όμως, ότι θα έλπιζε πως τα άτομα αυτά που σκοτώνονται κάθε μέρα, θα έφτιαχναν καλύτερες συνθήκες για το μέλλον.  Μάλλον, τα άτομα αυτά για τον Καζαντζάκη στο Ιράκ, στη Παλαιστίνη και στο Αυγανιστάν πραγματοποιούν κάθε μέρα μια πράξη πίστεως – ένα auto da fe, όπως το ονόμαζε ό ίδιος.  Η λύτρωση και η έννοια της ελευθερίας στο προσωπικό επίπεδο, γι’ αυτούς τους καμικάζι-αυτόχειρες, όντως είναι ανάλογη με αυτή του Καπετάν Μιχάλη.  Μια θυσία κοιταγμένη ορθολογικά και ωφελιμιστικά, με τίποτε δεν θα μπορούσε να έχει αξία. Από ορθολογιστική σκοπιά ποιός θα δικαίωνε τον αυτόχειρα-καμικάζι; Μάλιστα ο ορθολογισμός και ο ωφελιμισμός μας καθηλώνουν στην απραξία, αφήνει να εννοηθεί ο Καζαντζάκης.  Απλούστατα, μια θυσία, είναι σαν να μας λέει ο Καζαντζάκης, ίσως κρατάει τη φλόγα ζωντανή στις ψυχές των άλλων, αλλά αυτή καθ’ εαυτή η θυσία δεν έχει νόημα. Είναι ένα τελείως ατομοκεντρικό περιστατικό και αντικειμενικά αδύνατον να προσδιοριστεί.  Η θυσία, ο θάνατος, ή η ελευθερία,  στο πλαίσιο που τις τοποθετεί ο Καζαντζάκης, είναι κατιτί το ανάλογο με το να έλεγα “πονάω”. Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει ή να αντιληφθεί το τι εννοώ με τη λέξη “πονάω”, αλλά ούτε και εγώ ο ίδιος.  Πρόκειται για μια κατάσταση τελείως προσωπική που δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ή να την εκφράσουμε πειστά όπως έχει. Κάτι παρόμοιο είναι και η ελευθερία ένα ατομοκετρικό περιστατικό και γι’ αυτό κι ο Καζαντζάκης τα τοποθετεί μαζί: τη θυσία, το θάνατο με την ελευθερία.
                  Αν ο Καζαντζάκης είναι αυτό, έτσι όπως τον είδαμε, εδώ, να μην ενδιαφέρεται για το σύνολο και να επιμένει να βλέπει τον κόσμο ατομοκεντρικά, τότε ίσως θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν ενδιαφέρεται για το κοινό καλό.  Στο διάλογο του  Πλάτωνα, Αλκιβιάδης, ο Σωκράτης  συνιστά στον  Αλκιβιάδης (που τον έχει ρωτήσει, πώς μπορεί να γίνω καλός πολιτικός) να κοιτάξει μέσα του.  Μόνο αν γνωρίσει τον εαυτό του θα μπορούσε να καταλάβει το νόημα της ζωής και τις θέσεις των άλλων.  Το διάλογο αυτό τον είχε μεταφράσει ο Καζαντζάκης.  Και αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι που θέλει να μας πει, όσον αφορά τη θέση μας στην κοινωνία: να δούμε τον εαυτό μας  όχι για να αλλάξουμε, γιατί ούτε ο Πλάτωνας λέει κάτι τέτοιο, αλλά για να καταλάβουμε τι είναι ο άνθρωπος και τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να γίνουμε καλοί πολιτικοί και πολίτες.   Δηλαδή, όταν αναγνωρίσουμε τα πάθη μας  που είναι και πάθη των άλλων και τότε θα είμαστε σε θέση να  φτάσουμε στην ανώτερη πράξη στη υπέρβαση τού εαυτού μας, στην πράξη της αυτοθυσίας.  

Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο αληθινός Ζορμπάς , από τον Γιώργη στον Αλέξη Ζορμπά


Τίτλος : Καζαντζάκης & Ζορμπάς , από τον Γιώργη στον Αλέξη Ζορμπά
Αθηνά Βουγιούκα, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη


Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο μεγάλο ταξίδι της ζωής του, στην προσωπική του Οδύσσεια, σαν τον ομηρικό Οδυσσέα και εκείνος, πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω. Ωστόσο, ανάμεσα στους πολλούς που συνάντησε στο δρόμο του, ζωντανούς με σάρκα και οστά ή μέσα από τα βιβλία «αθάνατους νεκρούς», κατά την προσφιλή του έκφραση, ξεχώρισε πάντα μερικούς εκλεκτούς, μερικές «μεγάλες ψυχές», όπως τους αποκαλούσε. Και ήταν αυτές οι μεγάλες ψυχές όχι μόνο εξέχουσες μορφές του παρελθόντος, ιστορικές ή μυθικές, αλλά και επιφανείς άνθρωποι του καιρού του, όπως ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Μπερξόν, ο Αλσατός γιατρός και ανθρωπιστής Άλμπερτ Σβάιτσερ, ο Ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι, ο Ισπανός ποιητής και νομπελίστας Χιμένεθ κ. ά. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι ανάμεσα στους εκλεκτούς των εκλεκτών συμπεριέλαβε και έναν απλό άνθρωπο του λαού, τον Γιώργη Ζορμπά. Και μάλιστα, τόσο στο μυθιστόρημά του Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, όσο και στην Αναφορά στον Γκρέκο, την πνευματική αυτοβιογραφία του, ο Ζορμπάς συμπορεύεται ισότιμα με τον Όμηρο, τον Βούδα, τον Νίτσε και τον Μπερξόν που είχαν πάντα προσελκύσει το ενδιαφέρον του Καζαντζάκη και τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα: «Στη ζωή μου», γράφει και στα δύο αυτά βιβλία, «οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα˙ από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Νίτσε, τον Μπέρξονα και το Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα˙ ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος˙ ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα˙ ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια˙ κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο». Στην αποψινή ομιλία θα πω λίγα λόγια για το ποιος ήταν ο αληθινός Ζορμπάς και πώς δημιουργήθηκε αυτή η ξεχωριστή σχέση του με τον Καζαντζάκη. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να δείξω τον μετασχηματισμό από τον αληθινό Ζορμπά, τον Γιώργη, στον Αλέξη Ζορμπά, ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο που όλοι γνωρίζουμε.

       Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Γιώργης Ζορμπάς; Ήταν γηγενής Μακεδόνας, υπάρχουν ωστόσο αντικρουόμενες απόψεις ως προς τον τόπο όπου γεννήθηκε. Είναι πιθανό, αν και όχι βέβαιο, να γεννήθηκε στον Κολυνδρό, κοντά στην Κατερίνη, το 1857, όταν η Μακεδονία τελούσε ακόμα υπό Τουρκική κατοχή. Έχει πάντως εξακριβωθεί ότι, όταν ήταν ακόμα παιδί, ο πατέρας του Φώτης, εξαιτίας μιας διαφοράς που είχε με έναν Τούρκο, αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στο Καταφύγι, ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, χτισμένο σε υψόμετρο 1450μ. (ανήκει σήμερα στο Δήμο Βελβεντού). Εκεί πέρασε ο Ζορμπάς τα παιδικά του χρόνια, βόσκοντας τα γιδοπρόβατα του πατέρα του. Για κακή του τύχη όμως, ο πατέρας του αποφάσισε να φύγει και να πάει στο Άγιον Όρος να γίνει καλόγερος. Ο Γιώργης, που ήταν δεν ήταν τότε 15 χρονών, αναγκάστηκε να επωμιστεί όλη την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Για δύο-τρία χρόνια τα κατάφερε καλά. Αλλά έπεσε αρρώστια στα ζώα που αποδεκάτισε το κοπάδι. Δεν μπορούσε πια να επιβιώσει στο Καταφύγι. Είχε ακούσει για τα Μαντεμοχώρια της Χαλικιδικής και ξεκίνησε κατά κει με σκοπό να βρει δουλειά σε κάποιο μεταλλείο. Ύστερα από πεζοπορία ημερών, έφτασε στο Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) και βρήκε δουλειά στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου που ήταν πλούσιο σε σιδηροπυρίτη, άργυρο, ψευδάργυρο και μόλυβδο. Το εκμεταλλευόταν μια γαλλική εταιρεία που στρατολογούσε εργάτες επί τόπου, όπως ήταν φυσικό. Τον Ζορμπά τον προσέλαβε ένας από τους αρχιεργάτες, ο Γιάννης Καλκούνης. Πέρασε από όλες τις δουλειές του μεταλλείου και ειδικεύτηκε σε όλες –δούλεψε διαδοχικά ως ορύκτης, ξυλοδέτης, λαγουμιτζής, ανιχνευτής μετάλλων.

      Η ζωή όμως του επιφύλασσε άλλες εκπλήξεις. Ο Γιάννης Καλκούνης είχε μια όμορφη κόρη, την Ελένη, την οποία ερωτεύτηκε ο Ζορμπάς με αποτέλεσμα να την αφήσει έγκυο. Όπως είναι γνωστό, τα ήθη ήταν πολύ αυστηρά εκείνη την εποχή. Μόνο ένας γάμος μπορούσε να ξεπλύνει την προσβολή. Πήρε λοιπόν κρυφά την Ελένη ο Ζορμπάς και την πήγε στο Παλαιοχώρι όπου τους πάντρεψε ένας παπάς χωρίς να ξέρουν τίποτα οι γονείς της. Ωστόσο, παρόλο που την παντρέφτηκε την Ελένη, ο Ζορμπάς δεν τολμούσε να ξαναγυρίσει στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου από φόβο για τον πεθερό του που αποδοκίμαζε αυτή την ένωση. Αποφάσισε, λοιπόν, να εγκατασταθεί στο Παλαιοχώρι όπου βρήκε δουλειά σε ένα σιδεράδικο. Στο μεταξύ η Ελένη γέννησε δίδυμα αγόρια (το ένα πέθανε σε βρεφική ηλικία). Λίγο μετά τη γέννηση των δίδυμων, σκοτώθηκε ο Γιάννης Καλκούνης σε ένα ατύχημα στο μεταλλείο, και έτσι μπόρεσε ο Ζορμπάς να ξαναγυρίσει στο Λίσμπορο και στο μεταλλείο, όπου αντικατέστησε τον πεθερό του στη θέση του αρχιεργάτη. Έζησε πολλά κι ευτυχισμένα χρόνια στο Λίσμπορο μαζί με τη γυναίκα του και τα εννέα παιδιά του (γιατί, μετά τα δίδυμα, η Ελένη του γέννησε άλλα οχτώ παιδιά, τον Βαγγέλη, την Ανδρονίκη, τον Νίκο, την Αναστασία, τη Φιλιώ, τον Μανώλη, την Κατίνα και τον Αλέξη). Αλλά είχε την ατυχία να χάσει τη γυναίκα του, την οποία υπεραγαπούσε, όταν ακόμα τα παιδιά του ήταν ανήλικα. Και δεν ήταν η μόνη του ατυχία. Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 έφεραν κοσμογονικές αλλαγές στη Μακεδονία. Το μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου έκλεισε και ο Ζορμπάς βρέθηκε χωρίς δουλειά και με τα εννέα παιδιά στα χέρια. Πήρε λοιπόν την οικογένειά του και κατέφυγε στο Κάτω Ελευθεροχώρι –που υπάγεται σήμερα στον Δήμο Κολυνδρού Πιερίας- όπου έμενε ο αδελφός του Γιάννης. Αναγκάστηκε, για να ζήσει τα παιδιά του, να κάνει ό,τι δουλειά εύρισκε –γυρολόγος, μαυραγορίτης, εργάτης στο μεταλλείο της Πραβίτας, ξυλοκόπος. Έτσι κατάφερε να αναστήσει τα παιδιά του, για τα οποία έχουμε διάφορες πληροφορίες. Μια από τις κόρες του, η Αναστασία, που την πήρε υπό την προστασία της η Γαλάτεια Καζαντζάκη-Αλεξίου (η πρώτη σύζυγος του Καζαντζάκη), παντρεύτηκε τον αδελφό της Γαλάτειας Ραδάμανθυ Αλεξίου και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Μια άλλη κόρη του, η Ανδρονίκη, παντρεύτηκε τον Ελληνορώσο φωτογράφο Κώστα Κεχάεφ (της τον έφερε ο πατέρας της από τη Ρωσία και εγκαταστάθηκε μαζί του στην Καλαμάτα, όπου ζούσε ακόμα πριν τρία χρόνια ο γιος της και εγγονός του Ζορμπά Γιώργος Κεχάεφ, φωτογράφος και εκείνος -τον γνώρισα προσωπικά). Η κόρη του Ζορμπά Κατίνα έζησε από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα της στα Σκόπια. Η κόρη της Κατίνας, η αρχιτέκτων Άννα Γκάιγκερ, ζούσε μέχρι τον ξαφνικό θάνατό της, το 2002, στο Βελιγράδι. Ήταν αγαπημένη μας φίλη και Πρόεδρος του Γιουγκοσλαβικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Ο αδελφός της, Βαγγέλης Γιάντας, έμπορος, εγγονός κι αυτός του Ζορμπά (τον γνώρισα προσωπικά), έζησε όλη του τη ζωή στη Σερβία. Πέθανε δυστυχώς, πριν λίγους μήνες. Υπάρχουν επίσης δισέγγονα του Ζορμπά που ζουν στη Σερβία και την Ελλάδα (μεταξύ αυτών και η φίλη μας φαρμακοποιός Εβίτα Κεχαγιά, κόρη του Γιώργου Κεχάεφ, που ζει με την οικογένειά της στην Ξάνθη).
       Όσο για την προσωπικότητα του αληθινού Ζορμπά, έχουμε τις μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, καθώς και τις ενδείξεις που μας δίνουν οι επιστολές  του προς τον Καζαντζάκη –έχουν σωθεί καμιά δεκαπενταριά. Ο Ζορμπάς, λοιπόν, ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα,  ανεξάρτητος και ανυπότακτος, απελευθερωμένος από τις κοινωνικές συμβάσεις, και μολονότι διέθετε ελάχιστες γραμματικές γνώσεις, ήταν ευφυέστατος, εύστροφος, με πρωτότυπες ιδέες, συχνά φιλοσοφικού περιεχομένου. Ένας φίλος του αναφέρει, λόγου χάρη, ότι όταν βρισκόταν στην Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη (γιατί η γνωριμία τους ολοκληρώθηκε εκεί και όχι στην Κρήτη, όπως αναφέρει το μυθιστόρημα) μιλούσε στους χωρικούς για ματαιότητα και θάνατο, για Θεό και Σατανά. Μια μέρα, πήρε ένα μολύβι και έγραψε στην πόρτα του καφενείου του χωριού, με ανορθογραφίες και ορνιθοσκαλίσματα, την εξής φράση: «Σκεφτήτε το θάνατο και τη ματεότητα για να γλιτόστε από τους δγιαβόλους». Είχε καλό χαρακτήρα,  ήταν καλόκαρδος, χωρατατζής, ευπροσήγορος και κοινωνικός. Έχουμε μαρτυρίες από τη Μάνη ότι, όσον καιρό έμεινε εκεί, έκανε πολλές φιλίες, ακόμα και κουμπαριές, αντίθετα με τον Καζαντζάκη που ζούσε απομονωμένος από τον περίγυρό του. Μάλιστα, ένας βαφτισιμιός του Ζορμπά, ο Γιώργος Εξαρχουλέας, γιος του σπιτονοικοκύρη του, ζούσε μέχρι πριν τέσσερα χρόνια στην περιοχή (τον έχω γνωρίσει κι αυτόν προσωπικά). Ας προσθέσουμε επίσης ότι ήταν άνθρωπος των γήινων απολαύσεων, του άρεσε το καλό φαΐ, το καλό κρασί, το γλέντι και η καλοπέραση, και είχε αδυναμία στο ωραίο φύλο. Ήταν, κατά τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του Καζαντζάκη, ένας «εξαίσιος φαγάς, πιοτής, δουλεφταράς κι αλήτης». Ζούσε άστατη ζωή. Δεν στέριωνε πουθενά. Τριγυρνούσε στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Βαλκανικής –είχε φτάσει μέχρι τη νότια Ρωσία- εξασκώντας διάφορα επαγγέλματα.
       Πώς γνώρισε ο Καζαντζάκης τον Ζορμπά και τι σχέση μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα σε ένα νέο διανοούμενο μεγάλου βεληνεκούς, όπως ήταν ο Καζαντζάκης, και σε έναν απλό, αγράμματο, ηλικιωμένο εργάτη; Πιθανολογείται –υπάρχουν αρκετές ενδείξεις γι’ αυτό- ότι η πρώτη τους γνωριμία έγινε το 1915 στο Άγιον Όρος, όπου ο Καζαντζάκης συμμετείχε σε μια επιχείρηση εκμετάλλευσης ξυλείας –είχε υπογράψει τον Οκτώβριο του 1915 σχετικό συμβόλαιο στη Θεσσαλονίκη με κάποιον Ιωάννη Σκορδίλη. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες γι’ αυτή την πρώτη συνάντηση. Αλλά η στενότερη γνωριμία τους έγινε αλλού, στη νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μάνη. Το 1916, ο Καζαντζάκης αποφασίζει να αναμιχθεί σε μια επιχείρηση εκμετάλλευσης λιγνιτωρυχείου στην Πραστοβά της Μάνης, κοντά στη Στούπα (σημερινό Δήμο Λεύκτρου), όχι μακριά από την Καρδαμύλη. Προσλαμβάνει, λοιπόν, τον Ζορμπά ως αρχιεργάτη και μένει μαζί του στην Πραστοβά από το φθινόπωρο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917. Στο διάστημα αυτό, η φιλία τους δένεται στενά και ακατάλυτα. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να σημειώσω ότι ο Καζαντζάκης δέχτηκε λαμπρές επισκέψεις σ’ αυτή τη γωνιά της Μάνης. Στα μέσα Μαΐου 1917 έρχεται να τον συναντήσει ο μεγάλος ποιητής και φίλος του ΄Αγγελος Σικελιανός. Μάλιστα, επειδή έκανε ζέστη, οι δύο φίλοι είχαν στήσει τα κρεβάτια τους πάνω σε στρίποδα μέσα στη ρηχή θάλασσα της μαγευτικής παραλίας της Καλογριάς, κάτω ακριβώς από το ορυχείο. Το καλοκαίρι του 1917 κατέφτασαν επίσης η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Εύα –Πάλμερ Σικελιανού, πρώτη σύζυγος του ποιητή, καθώς και η γνωστή ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη. Τότε ήταν που η Γαλάτεια, φεύγοντας από τη Στούπα, πήρε μαζί της τη μικρότερη θυγατέρα του Ζορμπά Αναστασία, την οποία κράτησε κοντά της μέχρις ότου εκείνη παντρεύτηκε, όπως είπαμε, τον αδελφό της Ραδάμανθυ.

       Ο Ζορμπάς αποδείχτηκε πολύτιμος συνεργάτης του Καζαντζάκη, εργατικός, ακούραστος, άριστος γνώστης της δουλειάς στο λιγνιτωρυχείο. Όταν σχολούσε από τη δουλειά, εκείνος και ο Καζαντζάκης περνούσαν ατέλειωτες ώρες μαζί, τρώγοντας, πίνοντας και συζητώντας επί παντός του επιστητού. Έτσι δέθηκε ο Καζαντζάκης μ’ αυτόν τον απλό αλλά όχι απλοϊκό άνθρωπο, που τον αγάπησε βαθιά και που πήρε σιγά-σιγά μέσα του τεράστιες διαστάσεις. Ιδού πώς τον περιγράφει σε άκρως υψηλούς τόνους, τόσο στον Πρόλογο του μυθιστορήματος Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, όσο και στην Αναφορά στον Γκρέκο: «Αν ήταν στον κόσμον όλον σήμερα να διάλεγα έναν ψυχικό οδηγό, έναν ‘Γκουρού’, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένα καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά την θροφή της˙ τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία –αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί˙ τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα να ’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά.»
       Ωστόσο, η εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου δεν ευδοκίμησε, αλλά κατέληξε σε μια μεγάλη οικονομική αποτυχία. «Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου», θα πει χαριτολογώντας ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο. «Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό, τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή.» Αναγκάστηκαν να διακόψουν τις εργασίες. Πρώτος φεύγει από την Πραστοβά ο Καζαντζάκης, τον Σεπτέμβριο του 1917, και πηγαίνει στην Ελβετία, όπου φιλοξενείται από το φίλο του Γιάννη Σταυριδάκη, Πρόξενο της Ελλάδας στη Ζυρίχη (ο Σταυριδάκης είναι ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος). Θα παραμείνει εκεί μέχρι τις αρχές του 1919 και θα επισκεφτεί συστηματικά όλους τους τόπους όπου είχε ζήσει ο αγαπημένος του φιλόσοφος Νίτσε, αλλά και θα συνάψει αισθηματικό δεσμό με μια Ελληνίδα φιλόσοφο, την Έλλη Λαμπρίδη, την αγαπημένη του Μουντίτα, σύμφωνα με το ψευδώνυμο που της έδωσε σε ορισμένα κείμενά του. Όσο για τον Ζορμπά, εκείνος βρίσκει δουλειά σε κάποιο άλλο ορυχείο, κοντά στην Πραστοβά. Στις 8 Μαΐου 1919, ο Καζαντζάκης διορίζεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο Διευθυντής του νεοσύστατου Υπουργείου Περιθάλψεως. Του ανατίθεται αμέσως η αποστολή να μεταβεί στον Καύκασο και να μεριμνήσει για τον επαναπατρισμό 100.000 και πλέον Ελλήνων που κινδύνευαν να εξοντωθούν μέσα στη δίνη του απόηχου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στέλνει τότε ένα γράμμα στον Ζορμπά, προσκαλώντας τον να πάρει και εκείνος μέρος στην αποστολή. Το γράμμα αυτό, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ζορμπά Ανδρονίκης, τελείωνε με τις εξής φράσεις: «Αν έρθεις φεύγω. Αν δεν έρθεις, δε φεύγω κι εγώ». Ο Ζορμπάς δέχεται αμέσως, παρατάει την καινούρια δουλειά του και έρχεται στην Αθήνα να συναντήσει τον φίλο του. Κατά τα μέσα Ιουλίου 1919, ξεκινά η αποστολή για τον Καύκασο με επικεφαλής τον Καζαντζάκη και συνεργάτες του τους συμπατριώτες του Ηρακλή Πολεμοχαράκη, Γιάννη Κωνστανταράκη, Γιάννη Αγγελάκη και φυσικά τον Γιώργη Ζορμπά. Με την αποστολή συμπράττει και ο Γιάννης Σταυριδάκης, ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο Σταυριδάκης πέθανε στην Τιφλίδα ύστερα από λίγο –ο Καζαντζάκης θρηνεί το θάνατό του στο μυθιστόρημα για τον Ζορμπά. Η αποστολή στέφθηκε με επιτυχία. Ο Καζαντζάκης και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να φέρουν πίσω στη μητέρα πατρίδα 150.000 περίπου Έλληνες (κατά τους υπολογισμούς του Καζαντζάκη), οι οποίοι ρίζωσαν ξανά στα χώματα της Θράκης και της Μακεδονίας. Αυτή ήταν και η τελευταία ζωντανή επαφή του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά. Μετά το τέλος της αποστολής, χωρίστηκαν για πάντα. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ ο ένας τον άλλον και αλληλογραφούσαν αρκετά τακτικά.

       Ο Ζορμπάς συνέχισε τον άτακτο βίο του για να καταλήξει τελικά στη Σερβία ως ιδιοκτήτης ορυχείων, πρώτα στη Νις και έπειτα στα Σκόπια, όπου έζησε από το 1926 μέχρι το θάνατό του, το 1941. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Καζαντζάκης δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να ανησυχεί για τον Ζορμπά, όπως δείχνουν καθαρά πολλές από τις επιστολές που στέλνει στη Γαλάτεια από το Βερολίνο, το 1922-23, και από την Ιταλία, το 1924, όπου επανειλημμένα ζητάει να μάθει νέα του, όταν εκείνος αργεί να επικοινωνήσει μαζί του: «Ο Ζορμπάς μου ’γραψε προχτές πως παν καλά οι δουλειές του˙ να δούμε» (1922). «Ο Ζορμπάς μου γράφει να πάω αμέσως στη Σερβία όπου μου έχει ετοιμάσει σπίτι κλπ. και δε θα χωρίσουμε πια. Φαίνεται ή πως οι δουλειές του παν καλά ή πως είναι άρρωστο το μυαλό του. Μάλλον το πρώτο. Του ’γραψα. Να δούμε» (1923). «Ο Ζορμπάς δεν απάντησε. Φαίνεται, ως λες, πως αλητεύει κι έτσι διαλύεται το όνειρο του Σέρβικου βουνού» (1923). «Ο Ζορμπάς δεν απαντά –σημείο πως αλητεύει» (τέλος 1923). «Γράψε μου για το Ζορμπά, τι γίνεται. Γιατί δε γράφει;»… «Περιμένω γράμμα σου και γράψε μου για το Ζορμπά» (1924).

       Οι δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από το χωρισμό των δύο φίλων μέχρι τον θάνατο του Ζορμπά, οι δεκαετίες δηλαδή του 1920 και του 1930, υπήρξαν ιδιαίτερα γόνιμες για τον Καζαντζάκη. Ταξίδεψε πολύ, έγραψε πολύ: τραγωδίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, κινηματογραφικά σενάρια, ένα γαλλοελληνικό λεξικό, δοκίμια, με πρώτο και σπουδαιότερο την Ασκητική, δύο μυθιστορήματα στη γαλλική γλώσσα (Toda-Raba και Le jardin des rochers –Ο Βραχόκηπος) και προπάντων ένα τεράστιο επικό ποίημα, την Οδύσσεια, που έγραψε και  ξανάγραψε επτά φορές, από το 1925 έως το 1938.

       Από το 1930, ο Καζαντζάκης διαμένει κατά βάση στο μικρό νησί της Αίγινας, με πολλές διακοπές οφειλόμενες στα πολυάριθμα ταξίδια του. Πάντως, η γερμανική Κατοχή τον βρίσκει απομονωμένο στην Αίγινα. Εκεί, το 1941, μαθαίνει τον θάνατο του Ζορμπά. Και η είδηση αυτή τον γεμίζει απελπισία, που τον απόηχό της θα τον βρούμε σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της Αναφοράς στον Γκρέκο: «Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο˙ γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα˙ το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε. Γιατί να το ανοίξω; Μάντεψα ευτύς το πικρό μαντάτο˙ ‘πέθανε, πέθανε’, μουρμούρισα, κι ο κόσμος σκοτείνιασε. […] Έκλεισα τα μάτια κι ένιωθα αργά, ζεστά, να κυλούν στα μάγουλά μου τα δάκρυα. ‘Πέθανε, πέθανε, πέθανε…’ μουρμούριζα ‘ο Ζορμπάς, ποτέ πια! Πέθανε το γέλιο, κόπηκε το τραγούδι’. […] Όχι λύπη, θυμός με συνεπήρε. ‘Άδικο! Άδικο!’ φώναξα ‘τέτοιες ψυχές δεν πρέπει να πεθαίνουν. Πότε πια θα μπορέσει το χώμα, το νερό, η φωτιά, η τύχη, να πλάσουν ένα Ζορμπά;’ […] ΄Ολη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. […] Τι να κάμω, συλλογίζουμουν όλη τη νύχτα, τι να κάμω για να ξορκίσω το θάνατό του; Άνοιξε η καταπαχτή του σπλάχνου μου, πετιούνται απάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζουνται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου˙ ανοιγοκλειούν το στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι’ αυτό δεν την έπλασε ο Θεός; ν’ ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον!» Κι αυτό έπραξε ο Καζαντζάκης. Μέσα στη μαύρη Κατοχή, μέσα στην μεγάλη πείνα από την οποία υπέφερε φρικτά κι ο ίδιος, αρχίζει, τον Αύγουστο του 1941, να γράφει το μυθιστόρημα του Ζορμπά. Όπως αφηγείται στον επίλογο του βιβλίου, καθόταν ένα μεσημέρι στην ταράτσα του σπιτιού του στην Αίγινα και κοίταζε απέναντί του τα γυμνά βουνά της Σαλαμίνας. Ξαφνικά, πήρε χαρτί, ξάπλωσε στις πυρωμένες από τον ήλιο πλάκες της ταράτσας κι άρχισε να γράφει το βιβλίο, το «συναξάρι» όπως το αποκαλεί, για τον Ζορμπά. Το τελείωσε ύστερα από δύο χρόνια, το Μάιο του 1943 και του έδωσε για τίτλο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
       Ωστόσο, ο Ζορμπάς που μπήκε στις σελίδες του βιβλίου δεν ήταν ο Ζορμπάς της Πραστοβάς και του Καύκασου. Πρώτα απ’ όλα, την ιστορία της φιλίας τους και της αποτυχημένης επιχείρησης του λιγνίτη, ο Καζαντζάκης τη μετατόπισε από τη Μάνη στην Κρήτη, την αγαπημένη του πατρίδα, που τόσο έχει υμνήσει. ΄Υστερα, ο Ζορμπάς του βιβλίου έγινε ένας άλλος. Ένας Ζορμπάς μετασχηματισμένος, μετουσιωμένος –το ρήμα «μετουσιώνω» ήταν πάντα προσφιλές στον Καζαντζάκη. Τον μετουσίωσε, λοιπόν, ο Καζαντζάκης ώστε να τον μεταβάλει από αληθινό άνθρωπο σε μυθιστορηματικό πρόσωπο και δή σε καζαντζακικό ήρωα: τον μετάπλασε έτσι από Γιώργη σε Αλέξη Ζορμπά. Η όλη εσωτερική διεργασία της μυθοποίησής του, της μεταμόρφωσής του μέσα στα σπλάχνα του δημιουργού, έχει καταγραφεί και πάλι στις σελίδες της Αναφοράς στον Γκρέκο με τρόπο ποιητικό κι ανεπανάληπτο, με άφθονες μεταφορές και σύμβολα από το καζαντζακικό σύμπαν: «Πήρε να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Στην αρχή μια μουσική ταραχή, ένας ρυθμός καινούριος, λες και γρηγόρεψε να κυκλοφορεί στη βασιλόφλεβά μου το αίμα. Ένιωθα πυρετό και ζάλη, δυσκολοξεδιάλυτη ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου κάποιο ξένο ανεπιθύμητο σώμα. Όλος μου ο οργανισμός αναστατώθηκε και χίμηξε να το διώξει˙ μα αυτό αντιστέκουνταν, παρακαλούσε, έριχνε ρίζες και πιάνουνταν πότε από το ένα σπλάχνο, πότε από το άλλο, και δεν ήθελε να φύγει. Ένας σπόρος είχε γίνει, ένα σκληρό σπειρί σιτάρι, κι ένιωθε θαρρείς μέσα του φυλακωμένα να κιντυνεύουν τ’ αστάχυα και το ψωμί και μάχουνταν απελπισμένα να μη χαθεί για να μη χαθούνε. […] Κίνησαν ευτύς γύρα από τον ξενομπάτη σπόρο να τρέχουν οι λέξες, οι ρίμες, οι παρομοίωσες, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Ξαναζωντάνεψαν οι λιγοθυμισμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, τα γέλια μας κι οι ανεβάλλουσες κουβέντες. Όλες οι μέρες που περάσαμε μαζί διάβαιναν από μπρος μου, άσπρες, χαριτωμένες, γεμάτες γουργουρητά, σαν περιστέρες˙ ανέβηκαν ένα πάτωμα πιο αψηλά από την αλήθεια, δυο πατώματα πιο αψηλά από την ψευτιά οι θύμησες˙ μεταμορφώνουνταν σιγά-σιγά ο Ζορμπάς και γίνουνταν παραμύθι. Τη νύχτα δείλιαζα να πέσω να κοιμηθώ˙ ένιωθα στον ύπνο μου το σπόρο να δουλεύει˙ στην άγια γαλήνη της νύχτας τον αφουκράζουμουν, σα μεταξοσκούληκας να τρώει, να τρώει τα φύλλα της καρδιάς μου και να θέλει να τα κάμει μετάξι. […] Τι χαρά να ’σαι μόνος, ν’ ακούς απόξω από το κατώφλι σου τη θάλασσα ν’ αναστενάζει και να ξεσπούν απάνω στις λεμονιές και τα κυπαρίσσια της αυλής  τα πρωτοβρόχια! Και να νιώθεις στη μέση-μέση του σπλάχνου σου ένα σπόρο να σε τρώει! Ο Ζορμπάς κείτουνταν μέσα μου σα μια χρυσαλλίδα, φασκιωμένη σε σκληρή διάφανη φλούδα, και δε σάλευε˙ μα ένιωθα πως κρυφά, αθόρυβα, μέσα στη βουβή ετούτη χρυσαλλίδα, ξακλουθούσε μέρα νύχτα μια αξεδιάλυτη, όλο μυστήριο κατεργασία, γέμιζαν αγάλια αγάλια οι φυραμένες φλέβες της, μαλάκωναν οι ξεραμένες σάρκες, τώρα να θα ράγιζε η φλούδα στις πλάτες και θα πρόβαιναν, αμέστωτες, σγουρές κι ανήμπορες ακόμα, οι φτέρουγες. ΄Ένα σκουλήκι ήταν ξαπλωμένο μέσα στη χρυσαλλίδα και το ’χε συνεπάρει θεία ξαφνικιά παραφροσύνη κι ήθελε να βγει πεταλούδα.»
       Και πράγματι, ένας νέος Ζορμπάς θα ξεπροβάλει μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Ο Καζαντζάκης κατόρθωσε να τον προικίσει με όλα τα χαρακτηριστικά της δικής του σκέψης, των δικών του πνευματικών ενασχολήσεων. Είναι ένας Ζορμπάς που ενσαρκώνει την ίδια την ουσία της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της. Μια ακατανίκητη ζωτική δύναμη τον σπρώχνει προς τα εμπρός και τον κάνει να υπερνικάει την αδράνεια και την ακινησία. Και αυτή την ορμή, αυτή την πίστη στη ζωή και τη δύναμη του ανθρώπου, τη συμπυκνώνει και τη συμβολίζει ο χορός του Ζορμπά που παίρνει συμπαντικές διαστάσεις: «Έδωκε ένα σάλτο, τα πόδια και τα χέρια του έγιναν φτερούγες. Όρθιος χιμούσε απάνω από τη γης κι έτσι που τον έβλεπα στο βάθος τ’ ουρανού και της θάλασσας, μου φάνταζε σαν ένας γέρος αρχάγγελος αντάρτης. Γιατί ο χορός αυτός του Ζορμπά ήταν όλο πρόκληση, πείσμα κι ανταρσία. Θαρρείς και φώναζε: ‘Τι μπορείς να μου κάμεις, Παντοδύναμε; Τίποτα δεν μπορείς να μου κάμεις˙ να με σκοτώσεις μονάχα. Σκότωσέ με, καρφί δε μου καίγεται˙ έβγαλα το άχτι μου, είπα ό,τι ήθελα να πω˙ πρόφτασα και χόρεψα και πια δε σ’έχω ανάγκη!’ Έβλεπα το Ζορμπά να χορεύει κι ένιωθα για πρώτη φορά τη δαιμονικιάν ανταρσία του ανθρώπου, να νικήσει το βάρος και την ύλη, την προγονική κατάρα. Καμάρωνα την αντοχή του, τη σβελτέτσα, την περηφάνια˙ κάτω στην αμμουδιά τα ορμητικά κι αντάμα περίτεχνα πατήματα του Ζορμπά χάραζαν την εωσφορική ιστορία του ανθρώπου.» Εκείνο επίσης που χαρακτηρίζει τον καζαντζακικό Ζορμπά είναι η διαίσθησή του, ένα βαθύ ένστικτο που τον καθοδηγεί και τον φέρνει, πέρα από οποιεσδήποτε διανοητικές σχηματοποιήσεις, σε άμεση επαφή με την ουσία των πραγμάτων, τον ξαναφέρνει στην ίδια την αρχή του κόσμου: «Δε μιλούσα˙ ένιωθα, γρικώντας το Ζορμπά, ν’ ανανιώνεται η παρθενιά του κόσμου. Όλα τα καθημερινά και τα ξεθωριασμένα ξανάπαιρναν τη λάμψη που είχαν τις πρώτες μέρες που βγήκαν από τα χέρια του Θεού. Το νερό, η γυναίκα, το άστρο, το ψωμί, ξαναγύριζαν στην αρχέγονη, μυστηριώδη πηγή και ξανάπαιρνε φόρα στον αγέρα ο θείος τροχός. […] Ο κόσμος ήταν για το Ζορμπά, όπως και για τους πρώτους ανθρώπους, όραμα πηχτό, τ’ αστέρια τον άγγιζαν, η θάλασσα σπούσε στα μελίγγια του, ζούσε, χωρίς την παραμορφωτική μεσολάβηση του λογικού, τα χώματα, τα νερά, τα ζώα, το Θεό.» Ας σημειώσουμε εδώ ότι τόσο η ζωτική δύναμη του Ζορμπά, όσο και η διαίσθησή του έχουν τις ρίζες τους στην μπερξονική πλευρά της σκέψης του Καζαντζάκη –υπενθυμίζουμε ότι η διδασκαλία του Μπερξόν τον έχει επηρεάσει βαθύτατα. Υπογραμμίζεται επίσης στο έργο  η «εωσφορική» ανταρσία του Ζορμπά και η πλήρης απελευθέρωσή του από τις καθιερωμένες αξίες. Ανιχνεύουμε εδώ τον αντίκτυπο από τα παραγγέλματα του Νίτσε, τη δεύτερη, σε σειρά σπουδαιότητας, επίδραση που δέχτηκε ο Καζαντζάκης. Επιπλέον, ο Καζαντζάκης θα αντιτάξει τον Ζορμπά, ως άνθρωπο της δράσης, στη βουδιστική απραξία του αφηγητή-συγγραφέα μέσα στο βιβλίο, ο οποίος, στο τέλος του έργου, γλιτώνει μια για πάντα, χάρη στην ευεργετική επίδραση του γέρου εργάτη, από τη μοιραία γοητεία που ασκεί στο πνεύμα του η βουδιστική άρνηση. Ας πούμε, τέλος, ότι ο Καζαντζάκης θέλησε, πλάθοντας τον ήρωά του, να απεικονίσει και μια άλλη προσφιλή του ιδέα: ότι ο ελληνικός κόσμος αποτελεί σύνθεση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Γι’ αυτό, παρόλο που παρουσιάζει τον Ζορμπά ως γνήσιο Έλληνα, ένα γηγενή Μακεδόνα, τονίζει ιδιαίτερα κάποιες ανατολίτικες πλευρές του: ένας Τούρκος, στη Θεσσαλονίκη, του έμαθε να παίζει σαντούρι, χορεύει τον ανατολίτικο ζεϊμπέκικο (ο χορός αυτός δεν ήταν της μόδας στην Ελλάδα την εποχή εκείνη!), λίγο πριν το τέλος του βιβλίου τραγουδάει στα τούρκικα ένα τούρκικο τραγούδι… Και μολονότι ο καζαντζακικός ήρωας είναι σίγουρα ένας ατομικιστής, παρουσιάζεται εντούτοις ανοιχτός σε όλη την ανθρωπότητα και μάλιστα σε όλο το Σύμπαν. Συγκεντρώνει έτσι στο πρόσωπό του, όπως λέει κάποιος μελετητής, τη δυτική συνείδηση, όπου επικρατεί το ατομικιστικό στοιχείο, και την ανατολική συνείδηση, όπου βρίσκεται η βαθιά συναίσθηση της ενότητας με το Σύμπαν.
       Τον Απρίλιο του 1957, ο Καζαντζάκης λαμβάνει στην Αντίμπ μια επιστολή προερχόμενη από τον πρωτότοκο γιο του Ζορμπά, τον Αντρέα, αντισυνταγματάρχη τότε, ο οποίος διαμαρτυρόταν σε έντονο ύφος γιατί ο Καζαντζάκης είχε ρεζιλέψει, λέει, με το βιβλίο του τον πατέρα του και είχε προσβάλει όλη του την οικογένεια. Ο Καζαντζάκης του στέλνει αμέσως μια λιγόλογη και αυστηρή απάντηση: «Αντίμπ, 28-4-1957. Κύριε Αντισυνταγματάρχα. Σπάνια αγάπησα και τίμησα άνθρωπο όπως το Ζορμπά. Τον παράστησα στα γραφτά μου ως ένα ανώτερο ελέφτερον άνθρωπο κ’ είναι τώρα ένδοξος για χιλιάδες ανθρώπους στην Εβρώπη, στην Αμερική. Θεωρήθηκε πρότυπο του ελέφτερου ανθρώπου και πολλοί στην Αμερική θέλουν να ιδρύσουν Συλλόγους στο όνομά του: ‘Οι φίλοι του Ζορμπά’. Πέρυσι ακόμα γράφηκε στις ελληνικές εφημερίδες πως ανώτερος υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα είπε πως αφότου διάβασε το Ζορμπά του ’ρχεται να τα παρατήσει όλα και ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά του. Έχω στη διάθεσή σας ολόκληρο τόμο από κριτικές ευρωπαϊκές κι αμερικάνικες που εγκωμιάζουν την προσωπικότητα του Ζορμπά. Αυτά έκαμα για τον πατέρα˙ και τώρα ο γιος παραπονάται. Σας εξουσιοδοτώ, αν θέλετε, να δημοσιέψετε το γράμμα τούτο, να δουν πόσο αγάπησα και τίμησα τον πατέρα σας. Τίποτα άλλο. Νίκος Καζαντζάκης».

Κι αλήθεια, ποιος θα θυμόταν σήμερα τον αληθινό Ζορμπά αν δεν τον είχε κάνει ο Καζαντζάκης αθάνατο; Θα είχε σβηστεί εντελώς από τη μνήμη των ανθρώπων, αν δεν είχε αποκτήσει, χάρη στον δημιουργό Καζαντζάκη, μια νέα αυτόνομη, όσο και θριαμβική ύπαρξη, περνώντας από την καθημερινή, χειροπιαστή πραγματικότητα σε μια άλλη, άυλη και αιώνια, την πραγματικότητα της τέχνης που του χάρισε παντοτινή ζωή.*

* Πολλά από τα στοιχεία για τον αληθινό Ζορμπά που αναφέρω εδώ έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο του Γιάννη Αναπλιώτη,  Ο αληθινός Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης, εκδ. Δίφρος,  Αθήνα 1960.